ἀνίλεως: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνίλεως''': [ῑ], ων, Ἀττ. ἀντὶ τοῦ ἀνίλαος (ἀχρήστου), [[ἀνηλεής]], ἄσπλαγχνος, Ἡρωδιαν. Ἐπιμ. 257· πρβλ. [[ἀνέλεος]]. ― Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατ. ἐν λέξει ἀνιλεῶς σ. 72 κἑξ.
|lstext='''ἀνίλεως''': [ῑ], ων, Ἀττ. ἀντὶ τοῦ ἀνίλαος (ἀχρήστου), [[ἀνηλεής]], ἄσπλαγχνος, Ἡρωδιαν. Ἐπιμ. 257· πρβλ. [[ἀνέλεος]]. ― Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατ. ἐν λέξει ἀνιλεῶς σ. 72 κἑξ.
}}
{{bailly
|btext=ως, ων;<br />impitoyable.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἵλεως]].
}}
}}