ἀνίλεως
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
English (LSJ)
[ῑ], ων, Att. for ἀνίλαος (not in use), unmerciful, Ep.Jac. 2.13 (s. v.l.), Hdn.Epim.257.
Spanish (DGE)
-ων
1 despiadado Hdn.Epim.257.
2 adv. despiadadamente ἐπεὶ οὖν ἔκειτο τὰ ἥπατά μου ἀνίλεως κατὰ τοῦ Ἰωσήφ T.Gad 5.11.
German (Pape)
[Seite 237] unbarmherzig, N.T.
French (Bailly abrégé)
ως, ων;
impitoyable.
Étymologie: ἀ, ἵλεως.
Russian (Dvoretsky)
ἀνίλεως: ων NT v.l. = ἀνέλεος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνίλεως: [ῑ], ων, Ἀττ. ἀντὶ τοῦ ἀνίλαος (ἀχρήστου), ἀνηλεής, ἄσπλαγχνος, Ἡρωδιαν. Ἐπιμ. 257· πρβλ. ἀνέλεος. ― Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατ. ἐν λέξει ἀνιλεῶς σ. 72 κἑξ.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and ἵλεως; inexorable: without mercy.
English (Thayer)
ἀνιλεων, genitive ἀνιλέω (ἵλεως, Attic for ἴλαος), without mercy, merciless: R G). Found nowhere else (except Herodian, epim. 257). Cf. ἀνέλεος.
Greek Monolingual
(I)
ἀνίλεως, -ων
βλ. ανήλεος.
(II)
κ. ἀνήλεος, -η, -ο (AM ἀνίλεως, -ων
μσν. και ἀνήλεος, -ον)
ο ανηλεής, ο δίχως έλεος, ο άσπλαχνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + ιων.-αττ. ίλεως «ευμενής, σπλαχνικός»].
Greek Monotonic
ἀνίλεως: [ῑ], -ων, ανηλεής, άσπλαχνος, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
unmerciful, NTest.
Chinese
原文音譯:¢n⋯lewj 安-衣累哦士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-慈祥的
字義溯源:無情的,無仁慈的,無憐憫的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(ἵλεως)*=歡愉的)組成
出現次數:總共(1);雅(1)
譯字彙編:
1) 無憐憫的(1) 雅2:13