ἀνορύσσω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνορύσσω''': Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω: παθ. πρκμ. ἀνορώρυγμαι Μένανδ. ἐν «Ὑδρίᾳ» 3: ― [[ἀνασκάπτω]] τι τεθαμμένον, [[σκάπτω]] καὶ [[ἐκβάλλω]], «ξεχώννω», τὰ ὀστέα Ἡρόδ. 2. 41, Λυκοῦργ. 164. 7· ὑδρίας Ἀριστοφ. Ὄρν. 602· τινὰ ὁ αὐτ. Εἰρ. 372, Πλουτ. Ἀγησ. 20· χρυσὸν Λουκ. Χαρίδ. 11. 2) ἀν. τάφον, ἀνοίγω, [[ἀνασκάπτω]], [[καταστρέφω]], Ἡρόδ. 1. 68, Ἰσοκρ. 351Ε.
|lstext='''ἀνορύσσω''': Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω: παθ. πρκμ. ἀνορώρυγμαι Μένανδ. ἐν «Ὑδρίᾳ» 3: ― [[ἀνασκάπτω]] τι τεθαμμένον, [[σκάπτω]] καὶ [[ἐκβάλλω]], «ξεχώννω», τὰ ὀστέα Ἡρόδ. 2. 41, Λυκοῦργ. 164. 7· ὑδρίας Ἀριστοφ. Ὄρν. 602· τινὰ ὁ αὐτ. Εἰρ. 372, Πλουτ. Ἀγησ. 20· χρυσὸν Λουκ. Χαρίδ. 11. 2) ἀν. τάφον, ἀνοίγω, [[ἀνασκάπτω]], [[καταστρέφω]], Ἡρόδ. 1. 68, Ἰσοκρ. 351Ε.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> déterrer;<br /><b>2</b> violer une sépulture.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ὀρύσσω]].
}}
}}