ἀνορύσσω
Καλὸν τὸ καιροῦ παντὸς εἰδέναι μέτρον → Occasionis nosse res pulchra est modum → Schön ist's, das Maß zu kennen jeder rechten Zeit
English (LSJ)
Att. ἀνορύττω, pf. Pass.
A ἀνορώρυγμαι Men.468:—dig up what has been buried, τὰ ὀστέα Hdt.2.41, Lycurg.113; ὑδρίας Ar. Av.602; τινά Id.Pax372, Plu.Ages.20; χρυσόν Luc.Cont.11.
2 ἀνορύσσω τάφον = dig up, break open, destroy it, Hdt.1.68, Isoc.16.26.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. -ττω
• Morfología: [perf. med.-pas. ἀνορώρυγμαι Men.Fr.403]
1 en gener. desenterrar τὰ ὀστέα Hdt.2.41, Lycurg.113, Polyaen.6.53.1, ταύτην (τὴν Εἰρήνην) Ar.Pax 372, ὑδρίας Ar.Au.602, cf. Men.Fr.403, ᾠά Arist.HA 558a10, τοῦτον (χρυσόν) Luc.Cont.11, τὸν Λύσανδρον Plu.2.212d, 229f, τὰ σώματα D.C.73.5.3
•fig. λογισμούς Cyr.Al.Apol.Thdt.5.
2 abrir, profanar τάφον Hdt.1.68, Isoc.16.26, X.Eph.3.9.8, τὰς μυωπίας Arist.HA 580b25, τάφρον X.Eph.5.2.4
•excavar un canal PTeb.961.3 (II a.C.), POxy.1917.111, γῆν I.BI 2.149
•excavar buscando fig. (τὸν θάνατον) ὥσπερ θησαυρούς LXX Ib.3.21.
French (Bailly abrégé)
1 déterrer;
2 violer une sépulture.
Étymologie: ἀνά, ὀρύσσω.
German (Pape)
ausgraben, ὑδρίας Ar. Av. 602; ὀστᾶ, νεκρόν, Plut. Ages. 20; τάφον Her. 1.68; vom Bergbau, Luc. Cont. 11; ἀνορωρυγμένος Men. bei Suid. B.A. 405.
Russian (Dvoretsky)
ἀνορύσσω: атт. ἀνορύττω
1 выкапывать (ὀστέα Her.; ὑδρίας Arph.; νεκρόν Plut.);
2 раскапывать, разры(ва)ть (τάφον Her., Isocr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνορύσσω: Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω: παθ. πρκμ. ἀνορώρυγμαι Μένανδ. ἐν «Ὑδρίᾳ» 3: ― ἀνασκάπτω τι τεθαμμένον, σκάπτω καὶ ἐκβάλλω, «ξεχώννω», τὰ ὀστέα Ἡρόδ. 2. 41, Λυκοῦργ. 164. 7· ὑδρίας Ἀριστοφ. Ὄρν. 602· τινὰ ὁ αὐτ. Εἰρ. 372, Πλουτ. Ἀγησ. 20· χρυσὸν Λουκ. Χαρίδ. 11. 2) ἀν. τάφον, ἀνοίγω, ἀνασκάπτω, καταστρέφω, Ἡρόδ. 1. 68, Ἰσοκρ. 351Ε.
Greek Monolingual
(ΜΑ ἀνορύσσω και ἀνορύττω)
1. βγάζω από το έδαφος με εκσκαφή κάτι θαμμένο, ξεχώνω
2. διανοίγω, ανοίγω με εκσκαφή
μσν.
μτφ. εξιχνιάζω, διευκρινίζω
αρχ.
1. (σχετικά με φυτό) ξεριζώνω
2. καταστρέφω
3. μπήγω τα νύχια.
Greek Monotonic
ἀνορύσσω: Αττ. -ττω· μέλ. -ξω, Παθ. παρακ. ἀνορώρυγμαι·
1. ξεθάβω αυτό που είχε θαφτεί, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
2. ἀν. τάφον, ανοίγω, ανασκάπτω, συλώ, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
1. to dig up what has been buried, Hdt., Ar.
2. ἀν. τάφον to dig it up, break open, Hdt.