3,273,762
edits
(6_12) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄξιος''': ία, ον, (ἐκ τοῦ ἄγω VI, καὶ ἑπομ. [[κυρίως]]) ὁ ἔχων τόσον ἢ ἴσον βάρος, τόσην ἢ ἴσην ἀξίαν, τόσην ἢ ἴσην τιμήν, [[μετὰ]] γεν., βοὸς [[ἄξιος]] Ἰλ. Ψ. 885, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 32., 7. 21· νῦν δ’ οὐδ’ ἑνὸς ἄξιοί εἰμεν Ἕκτορος, τώρα δὲ δὲν ἀξίζομεν ὅλοι μας οὐδὲ τόσον ὅσον ἀξίζει ἕνας Ἕκτωρ, Ἰλ. Θ. 234· πάντων [[Ζεὺς]] ἄξιον [[ἦμαρ]] ἔδωκε, ὡς τὸ Λατ. instar omnium, Ο. 719: - οὕτω, πολλοῦ [[ἄξιος]], ἔχων μεγάλην ἀξίαν, Ξεν. Ἀν. 4. 1, 28, Πλάτ. Συμπ. 185B, κτλ.· πλείονος ἄξ. ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 235B, κτλ.· πλείστου ἄξιον, quantivis pretii, Θουκ. 2. 65, Πλάτ. Γοργ. 464D, κτλ.· οὕτω καὶ παντός, καὶ τοῦ παντός ἄξιον Εὐρ. Ἀποσπ. 277, Πλάτ. Σοφ. 216C· παντὸς ἄξιον, μετ’ ἀπαρεμ., Ἀριστοφ. Ὄρν. 797· λόγου [[ἄξιος]] = [[ἀξιόλογος]], Ἡρόδ. 1. 133, Θουκ. 1. 73, κτλ.· ἐναντία πρὸς [[ταῦτα]] [[εἶναι]] τά: οὐδενὸς [[ἄξιος]] Θέογν. 456· ἢ παντὸς... ἢ τὸ [[παράπαν]] οὐδενὸς Πλάτ. Φίληβ. 64D· ὀλίγου ὁ αὐτ. Γοργ. 497B, κτλ.· σμικροῦ ὁ αὐτ. Πολ. 504D, κτλ.· βραχέος ὁ αὐτ. Νόμ. 692C· μείονος, ἐλάττονος, ἐλαχίστου [[ἄξιος]] Ξεν. Πόρ. 4. 50· πολλαπλασίου τιμήματος ἄξιαι κτήσεις Ἀριστ. Πολ. 5. 6, 17· [[ὡσαύτως]], εἰς [[ὀγδοήκοντα]] μνᾶς ἄξια, πράγματα ἀξίας μέχρις ὀγδ. μνῶν, Δημ. 816. 20. 2) [[μετὰ]] δοτ. προσ., σοὶ δ’ ἄξιον ἔσται [τὸ [[δῶρον]]] ἀμοιβῆς, θὰ λάβῃς ἀντάξιον [[δῶρον]], «[[ἀξίως]] ἀμείψεται, ἢ [[τοὐναντίον]] παρ’ ἐμοῦ καλὸν [[δῶρον]] λάβοις ἄξιον ἀμοιβῆς γενέσθαι» (Σχόλ.), Ὀδ. Α. 318· πολέος δὲ οἱ [[ἄξιος]] ἔσται Ἰλ. Ψ. 562· πολλοῦ ἢ πλείστου ἄξιον εἶναί τινι Ξεν., κτλ. 3) ἀπολ., [[ἄξιος]], [[ἀξιόλογος]]. [[ἔξοχος]], [[καλός]], ἄξια δῶρα, κτλ.· ὁ δ’ ἄξιον ὦνον ἔδωκεν, καλὴν τιμὴν ἐπλήρωσεν, Ὀδ. Ο. 429· [[ὅθεν]] κέ τοι ἄξιον ἄλφοι, «ἀξίαν εὕροι τιμὴν» (Σχόλ.) Υ. 383· φέροντες ὅ τι [[ἕκαστος]] ἄξιον εἶχε Ξεν. Κύρ. 3. 3, 2. - Παρ’ Ὁμήρῳ λοιπὸν καὶ παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς ἰδίως ἡ [[λέξις]] εἶχε τὴν σημασίαν τῆς [[μεγάλης]] [[τιμῆς]] ἢ ἀξίας· [[ἀλλά]], β) παρ’ Ἀττικοῖς εἶχεν [[ὡσαύτως]] καὶ τὴν ἐναντίαν σημασίαν, δηλ. μικρᾶς [[τιμῆς]], οὐπώποτ’ ἀφύας εἶδον ἀξιωτέρας, εὐθηνοτέρας, Ἀριστοφ. Ἱππ. 645· τὰς ἀφύας παρ’ ἡμῑν ἀξίας; εὐθηνάς; 672· τὸν ἄξιον γενόμενον; τὸν γενόμενον εὐθηνόν; 895· ὡς ἀξιώτατον πρίασθαι Λυσίας 165. 3. 4) παρ’ Ἀττικοῖς, [[ὡσαύτως]], [[ἄξιος]], [[ἐπάξιος]], [[κατάλληλος]], προσήκων, [[ἁρμόδιος]], [[δίκη]] Ἠλ. 298, Ξεν. Οἰκ. 12. 19· [[χάρις]] ὁ αὐτ. Ἑλλ. 1. 6. 11· ἄξια δράσας ἄξια πάσχων, πάσχων ἄξια τῶν πράξεών του, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1527, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα 735. 5) ἐπὶ προσώπων, οἱ [[ἑωυτοῦ]] ἄξιοι, οἱ ἐκ τῆς τάξεως εἰς ἣν ἀνήκει καὶ [[αὐτός]], οἱ ὅμοιοί του, Ἡρόδ. 1. 107. 6) ἐπαρκὴς [[πρός]] τι, [[μετὰ]] γεν. ἄξια τοῦ πολέμου τὰ χρήματα Δημ. 185. 26. 7) αἰδοῦς ἀξίαν... τὴν προθυμίαν [[μᾶλλον]] ἢ θράσους = ἀξίαν [[μᾶλλον]] αἰδοῦς ἢ θράσους... Ἀριστ. Οὐρ. 2. 12, 1. ΙΙ. μεθ’ Ὅμηρ. ἰδίως ἐπὶ ἠθικῆς σχέσεως, [[ἄξιος]], ἀξιότιμος, ἔχων ἀξίαν· ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, Ἡρόδ. 7. 224, κτλ.· οὐδὲν [[ἀξία]] Αἰσχύλ. Χο. 445· ἀξίαν ἀπ’ ἀξίων ὁ αὐτ. Εὐμ. 435. 2) ἄξιός τινος, ἀξίζων τι, πρὸ πάντων [[μετὰ]] γεν. πράγματος, ἄξιον φυγῆς, ἄξια στεναγμάτων, γέλωτος, κτλ., Εὐρ. Μήδ. 1124, Ὀρ. 1326, κτλ. ἐγκωμίων τι ἀξιώτερον ἤ.., Ξεν. Ἀγησ. 10. 3: - ἀλλὰ [[μετὰ]] γεν. προσ., ποιεῖν ἄξια [[οὔτε]] ὑμῶν [[οὔτε]] πατέρων, Θουκ. 2. 71· ἄξιον τοῦ πατρὸς Ἰσοκρ. 207B· [[οὕτως]], ἄξια τοῦ Μαραθῶνος διανοεῖσθαι Πλουτ. Κίμ. 5. β) [[μετὰ]] γεν. πράγμ. καὶ δοτ. προσώπ., ἡμῖν δ’ Ἀχιλλεὺς [[ἄξιος]] [[τιμῆς]] Πόρσ. Εὐρ. Ἑκ. 309, Ἐλμσλ. Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 316· πολλῶν ἀγαθῶν [[ἄξιος]] ὑμῑν Ἀριστοφ. Ἀχ. 633· [[οὕτως]], πλείστου ἄξ. Λακεδαιμονίοις Θουκ. 4. 81· θανάτου τῇ πόλει Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 1, πρβλ. 1. 2, 62· [[εἰμὶ]] δ’ οὐ τούτων ὑμῖν [[ἄξιος]] Δημ. 584. 2, πρβλ. Ἀντιφῶντα 142. 26· μεταγεν. [[τιμῆς]] ἄξια [[παρά]] τινος Λουκ. Τόξ. 3. 3) [[μετὰ]] ἀπαρ., ἦ ῥ’ οὐχ [[οὗτος]] ἀνὴρ Προθοήνορος ἀντὶ [[πεφάσθαι]] [[ἄξιος]]; [[ἄξιος]] νὰ φονευθῇ ἀντὶ ἐκείνου; Ἰλ. Ξ. 472, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 14, Θουκ. 1. 76· τίεσθαι ἀξιώτατος Αἰσχύλ. Ἀγ. 531· [[ἄξιος]] θρήνων τυχεῖν Σοφ. Αἴ. 924· ἄξιοι δουλεύειν, ἄξιοι μόνον δουλείας, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 5, 10: - καὶ οὕτω, β) ἄξιός εἰμι, ὡς τὸ δίκαιός εἰμι, μοὶ πρέπει νὰ.., ἄξιός εἰμι ἀπολαῦσαι Ξεν. Κύρ. 5. 4, 19: - ἀπολ., τοῦ ἀπαρεμφ. εὐκόλως ὑπονοουμένου, ἔχων δύναμιν καὶ ἐξουσίαν νὰ ἐνεργήσῃ, Ἀνδοκ. 17. 19· [[οὕτως]], [[ἄξιος]] γάρ, ἐμφατικῶς, Πλάτ. Θεαίτ. 143E. 4) ἄξιόν [ἐστι], [[εἶναι]] προσῆκον, Δηΐφοβ’, ἦ ἄρα δή τι ἐΐσκομεν ἄξιον [[εἶναι]] [[τρεῖς]] ἑνὸς ἀντὶ [[πεφάσθαι]]; Ἰλ. Ν. 446· ἄξ. μνήμην ἔχειν Ἡρόδ. 1. 14. β) [[μετὰ]] δοτ. προσ. καὶ ἀπαρ., τῇ πόλει γὰρ ἄξιον ξυλλαβεῖν τὸν ἄνδρα, προσῆκον, Ἀριστοφ. Ἀχ. 205· τί σοι ζῆν ἄξιον ὁ αὐτ. Νεφ. 1074, πρβλ. Ὄρν. 548· ἄξιόν γε πᾶσιν... ἐπολολύξαι ὁ αὐτ. Ἱππ. 616, καὶ ἡ [[σύνταξις]] αὕτη [[εἶναι]] συχνὴ παρὰ Ξεν., ὡς οὐκ. ἄξιον εἴη βασιλεῖ ἀφεῖναι κτλ., ὅτι δὲν τὸ ἐπέτρεπεν ἡ [[θέσις]] ἢ ἡ ἀξιοπρέπεια τοῦ βασιλέως νά.., Ἀν. 2. 3, 25, πρβλ. λεξικ. Ξενοφ. (Sturz) ἐν λέξ., 10, Ἀνδοκ. 1. 6. γ) [[ἐνίοτε]] τὸ ἀπαρέμφ. παραλείπεται, ἄξιον γὰρ Ἑλλάδι, ἄξιον τῆς Ἑλλάδος, προξενεῖ τιμὴν εἰς τὴν Ἑλλάδα [νὰ πράξῃ τις οὕτω], Ἀριστοφ. Ἀχ. 8. ἄξιόν ἐστιν, ἀξίζει, operae pretium est, ἐνθυμηθῆναι Δημ. 15, 7· γαμεῖν οὐκ ἄξιον Εὐρ. Ἄλκ. 627. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. [[ἀξίως]] [[μετὰ]] γεν. ἐμάχοντο [[ἀξίως]] λόγου Ἡρόδ. 6. 112· [[οὔτε]] ἐωυτοῦ ἀξ. ὁ αὐτ. 3. 125· οὐκ ἀξ. ἀπηγήσιος ὁ αὐτ. 3. 125· τῆς ἀδικίας Θουκ. 3. 39· ἐν Αἰσχύλ. Χο. 707, ὁ Δινδ. προτείνει ἀξίας: ― ἀπολ., Σοφ. Ο. Τ. 133, κτλ. κολάσατε [[ἀξίως]], «δηλ. [[ἀξίως]] τῆς ἀδικίας ἥν ἔπραξαν», Θουκ. 3. 40. | |lstext='''ἄξιος''': ία, ον, (ἐκ τοῦ ἄγω VI, καὶ ἑπομ. [[κυρίως]]) ὁ ἔχων τόσον ἢ ἴσον βάρος, τόσην ἢ ἴσην ἀξίαν, τόσην ἢ ἴσην τιμήν, [[μετὰ]] γεν., βοὸς [[ἄξιος]] Ἰλ. Ψ. 885, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 32., 7. 21· νῦν δ’ οὐδ’ ἑνὸς ἄξιοί εἰμεν Ἕκτορος, τώρα δὲ δὲν ἀξίζομεν ὅλοι μας οὐδὲ τόσον ὅσον ἀξίζει ἕνας Ἕκτωρ, Ἰλ. Θ. 234· πάντων [[Ζεὺς]] ἄξιον [[ἦμαρ]] ἔδωκε, ὡς τὸ Λατ. instar omnium, Ο. 719: - οὕτω, πολλοῦ [[ἄξιος]], ἔχων μεγάλην ἀξίαν, Ξεν. Ἀν. 4. 1, 28, Πλάτ. Συμπ. 185B, κτλ.· πλείονος ἄξ. ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 235B, κτλ.· πλείστου ἄξιον, quantivis pretii, Θουκ. 2. 65, Πλάτ. Γοργ. 464D, κτλ.· οὕτω καὶ παντός, καὶ τοῦ παντός ἄξιον Εὐρ. Ἀποσπ. 277, Πλάτ. Σοφ. 216C· παντὸς ἄξιον, μετ’ ἀπαρεμ., Ἀριστοφ. Ὄρν. 797· λόγου [[ἄξιος]] = [[ἀξιόλογος]], Ἡρόδ. 1. 133, Θουκ. 1. 73, κτλ.· ἐναντία πρὸς [[ταῦτα]] [[εἶναι]] τά: οὐδενὸς [[ἄξιος]] Θέογν. 456· ἢ παντὸς... ἢ τὸ [[παράπαν]] οὐδενὸς Πλάτ. Φίληβ. 64D· ὀλίγου ὁ αὐτ. Γοργ. 497B, κτλ.· σμικροῦ ὁ αὐτ. Πολ. 504D, κτλ.· βραχέος ὁ αὐτ. Νόμ. 692C· μείονος, ἐλάττονος, ἐλαχίστου [[ἄξιος]] Ξεν. Πόρ. 4. 50· πολλαπλασίου τιμήματος ἄξιαι κτήσεις Ἀριστ. Πολ. 5. 6, 17· [[ὡσαύτως]], εἰς [[ὀγδοήκοντα]] μνᾶς ἄξια, πράγματα ἀξίας μέχρις ὀγδ. μνῶν, Δημ. 816. 20. 2) [[μετὰ]] δοτ. προσ., σοὶ δ’ ἄξιον ἔσται [τὸ [[δῶρον]]] ἀμοιβῆς, θὰ λάβῃς ἀντάξιον [[δῶρον]], «[[ἀξίως]] ἀμείψεται, ἢ [[τοὐναντίον]] παρ’ ἐμοῦ καλὸν [[δῶρον]] λάβοις ἄξιον ἀμοιβῆς γενέσθαι» (Σχόλ.), Ὀδ. Α. 318· πολέος δὲ οἱ [[ἄξιος]] ἔσται Ἰλ. Ψ. 562· πολλοῦ ἢ πλείστου ἄξιον εἶναί τινι Ξεν., κτλ. 3) ἀπολ., [[ἄξιος]], [[ἀξιόλογος]]. [[ἔξοχος]], [[καλός]], ἄξια δῶρα, κτλ.· ὁ δ’ ἄξιον ὦνον ἔδωκεν, καλὴν τιμὴν ἐπλήρωσεν, Ὀδ. Ο. 429· [[ὅθεν]] κέ τοι ἄξιον ἄλφοι, «ἀξίαν εὕροι τιμὴν» (Σχόλ.) Υ. 383· φέροντες ὅ τι [[ἕκαστος]] ἄξιον εἶχε Ξεν. Κύρ. 3. 3, 2. - Παρ’ Ὁμήρῳ λοιπὸν καὶ παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς ἰδίως ἡ [[λέξις]] εἶχε τὴν σημασίαν τῆς [[μεγάλης]] [[τιμῆς]] ἢ ἀξίας· [[ἀλλά]], β) παρ’ Ἀττικοῖς εἶχεν [[ὡσαύτως]] καὶ τὴν ἐναντίαν σημασίαν, δηλ. μικρᾶς [[τιμῆς]], οὐπώποτ’ ἀφύας εἶδον ἀξιωτέρας, εὐθηνοτέρας, Ἀριστοφ. Ἱππ. 645· τὰς ἀφύας παρ’ ἡμῑν ἀξίας; εὐθηνάς; 672· τὸν ἄξιον γενόμενον; τὸν γενόμενον εὐθηνόν; 895· ὡς ἀξιώτατον πρίασθαι Λυσίας 165. 3. 4) παρ’ Ἀττικοῖς, [[ὡσαύτως]], [[ἄξιος]], [[ἐπάξιος]], [[κατάλληλος]], προσήκων, [[ἁρμόδιος]], [[δίκη]] Ἠλ. 298, Ξεν. Οἰκ. 12. 19· [[χάρις]] ὁ αὐτ. Ἑλλ. 1. 6. 11· ἄξια δράσας ἄξια πάσχων, πάσχων ἄξια τῶν πράξεών του, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1527, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα 735. 5) ἐπὶ προσώπων, οἱ [[ἑωυτοῦ]] ἄξιοι, οἱ ἐκ τῆς τάξεως εἰς ἣν ἀνήκει καὶ [[αὐτός]], οἱ ὅμοιοί του, Ἡρόδ. 1. 107. 6) ἐπαρκὴς [[πρός]] τι, [[μετὰ]] γεν. ἄξια τοῦ πολέμου τὰ χρήματα Δημ. 185. 26. 7) αἰδοῦς ἀξίαν... τὴν προθυμίαν [[μᾶλλον]] ἢ θράσους = ἀξίαν [[μᾶλλον]] αἰδοῦς ἢ θράσους... Ἀριστ. Οὐρ. 2. 12, 1. ΙΙ. μεθ’ Ὅμηρ. ἰδίως ἐπὶ ἠθικῆς σχέσεως, [[ἄξιος]], ἀξιότιμος, ἔχων ἀξίαν· ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, Ἡρόδ. 7. 224, κτλ.· οὐδὲν [[ἀξία]] Αἰσχύλ. Χο. 445· ἀξίαν ἀπ’ ἀξίων ὁ αὐτ. Εὐμ. 435. 2) ἄξιός τινος, ἀξίζων τι, πρὸ πάντων [[μετὰ]] γεν. πράγματος, ἄξιον φυγῆς, ἄξια στεναγμάτων, γέλωτος, κτλ., Εὐρ. Μήδ. 1124, Ὀρ. 1326, κτλ. ἐγκωμίων τι ἀξιώτερον ἤ.., Ξεν. Ἀγησ. 10. 3: - ἀλλὰ [[μετὰ]] γεν. προσ., ποιεῖν ἄξια [[οὔτε]] ὑμῶν [[οὔτε]] πατέρων, Θουκ. 2. 71· ἄξιον τοῦ πατρὸς Ἰσοκρ. 207B· [[οὕτως]], ἄξια τοῦ Μαραθῶνος διανοεῖσθαι Πλουτ. Κίμ. 5. β) [[μετὰ]] γεν. πράγμ. καὶ δοτ. προσώπ., ἡμῖν δ’ Ἀχιλλεὺς [[ἄξιος]] [[τιμῆς]] Πόρσ. Εὐρ. Ἑκ. 309, Ἐλμσλ. Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 316· πολλῶν ἀγαθῶν [[ἄξιος]] ὑμῑν Ἀριστοφ. Ἀχ. 633· [[οὕτως]], πλείστου ἄξ. Λακεδαιμονίοις Θουκ. 4. 81· θανάτου τῇ πόλει Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 1, πρβλ. 1. 2, 62· [[εἰμὶ]] δ’ οὐ τούτων ὑμῖν [[ἄξιος]] Δημ. 584. 2, πρβλ. Ἀντιφῶντα 142. 26· μεταγεν. [[τιμῆς]] ἄξια [[παρά]] τινος Λουκ. Τόξ. 3. 3) [[μετὰ]] ἀπαρ., ἦ ῥ’ οὐχ [[οὗτος]] ἀνὴρ Προθοήνορος ἀντὶ [[πεφάσθαι]] [[ἄξιος]]; [[ἄξιος]] νὰ φονευθῇ ἀντὶ ἐκείνου; Ἰλ. Ξ. 472, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 14, Θουκ. 1. 76· τίεσθαι ἀξιώτατος Αἰσχύλ. Ἀγ. 531· [[ἄξιος]] θρήνων τυχεῖν Σοφ. Αἴ. 924· ἄξιοι δουλεύειν, ἄξιοι μόνον δουλείας, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 5, 10: - καὶ οὕτω, β) ἄξιός εἰμι, ὡς τὸ δίκαιός εἰμι, μοὶ πρέπει νὰ.., ἄξιός εἰμι ἀπολαῦσαι Ξεν. Κύρ. 5. 4, 19: - ἀπολ., τοῦ ἀπαρεμφ. εὐκόλως ὑπονοουμένου, ἔχων δύναμιν καὶ ἐξουσίαν νὰ ἐνεργήσῃ, Ἀνδοκ. 17. 19· [[οὕτως]], [[ἄξιος]] γάρ, ἐμφατικῶς, Πλάτ. Θεαίτ. 143E. 4) ἄξιόν [ἐστι], [[εἶναι]] προσῆκον, Δηΐφοβ’, ἦ ἄρα δή τι ἐΐσκομεν ἄξιον [[εἶναι]] [[τρεῖς]] ἑνὸς ἀντὶ [[πεφάσθαι]]; Ἰλ. Ν. 446· ἄξ. μνήμην ἔχειν Ἡρόδ. 1. 14. β) [[μετὰ]] δοτ. προσ. καὶ ἀπαρ., τῇ πόλει γὰρ ἄξιον ξυλλαβεῖν τὸν ἄνδρα, προσῆκον, Ἀριστοφ. Ἀχ. 205· τί σοι ζῆν ἄξιον ὁ αὐτ. Νεφ. 1074, πρβλ. Ὄρν. 548· ἄξιόν γε πᾶσιν... ἐπολολύξαι ὁ αὐτ. Ἱππ. 616, καὶ ἡ [[σύνταξις]] αὕτη [[εἶναι]] συχνὴ παρὰ Ξεν., ὡς οὐκ. ἄξιον εἴη βασιλεῖ ἀφεῖναι κτλ., ὅτι δὲν τὸ ἐπέτρεπεν ἡ [[θέσις]] ἢ ἡ ἀξιοπρέπεια τοῦ βασιλέως νά.., Ἀν. 2. 3, 25, πρβλ. λεξικ. Ξενοφ. (Sturz) ἐν λέξ., 10, Ἀνδοκ. 1. 6. γ) [[ἐνίοτε]] τὸ ἀπαρέμφ. παραλείπεται, ἄξιον γὰρ Ἑλλάδι, ἄξιον τῆς Ἑλλάδος, προξενεῖ τιμὴν εἰς τὴν Ἑλλάδα [νὰ πράξῃ τις οὕτω], Ἀριστοφ. Ἀχ. 8. ἄξιόν ἐστιν, ἀξίζει, operae pretium est, ἐνθυμηθῆναι Δημ. 15, 7· γαμεῖν οὐκ ἄξιον Εὐρ. Ἄλκ. 627. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. [[ἀξίως]] [[μετὰ]] γεν. ἐμάχοντο [[ἀξίως]] λόγου Ἡρόδ. 6. 112· [[οὔτε]] ἐωυτοῦ ἀξ. ὁ αὐτ. 3. 125· οὐκ ἀξ. ἀπηγήσιος ὁ αὐτ. 3. 125· τῆς ἀδικίας Θουκ. 3. 39· ἐν Αἰσχύλ. Χο. 707, ὁ Δινδ. προτείνει ἀξίας: ― ἀπολ., Σοφ. Ο. Τ. 133, κτλ. κολάσατε [[ἀξίως]], «δηλ. [[ἀξίως]] τῆς ἀδικίας ἥν ἔπραξαν», Θουκ. 3. 40. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br /><b>I.</b> <i>litt.</i> qui entraîne par son poids, qui est de poids ; qui vaut, qui a la valeur de : [[ἄξιος]] βοός IL qui a la valeur d’un bœuf ; οὐδ’ ἑνὸς ἄξιοί εἰμεν Ἕκτορος IL (tous ensemble) nous ne valons même pas le seul Hector ; πάντων ἄξιον [[ἦμαρ]] IL jour qui vaut tous les autres, qui compense les épreuves de tous les autres <i>ou, sel. d’autres</i> jour qui vaut tout, <i>càd</i> très précieux ; [[πολλοῦ]], πλείονος, ὀλίγου, μείονος <i>ou</i> ἐλάττονος, οὐδενὸς [[ἄξιος]] ATT de grande valeur, de plus de valeur, de peu de valeur, de moins de valeur, de nulle valeur ; ἄξιόν ἐστι ; avec une prop. inf. IL est-ce une compensation suffisante que… ?;<br /><b>II.</b> qui mérite, digne de : λόγου de réputation ; τινι [[ἄξιος]] τιμῆς EUR digne d’être honoré par qqn ; <i>en mauv. part</i> θανάτου [[τῇ]] πόλει [[ἄξιος]] XÉN criminel d’État qui mérite la mort ; avec un inf. : πεφάσθαι [[ἄξιος]] IL qui mérite d’être mis à mort ; ἀξίη συμβαλέειν HDT digne d’être comparée avec ; ἄξιός εἰμι avec l’inf. je mérite de ; <i>avec un n. de chose</i> digne, juste, convenable : [[ἀξία]] [[δίκη]] SOPH châtiment mérité ; [[ἀξία]] [[χάρις]] XÉN juste reconnaissance;<br /><b>III.</b> <i>abs.</i> qui en vaut la peine ; ἀξίαν τρίβην [[ἔχει]] ESCHL cela vaut la peine d’y passer qqe temps ; ἄξιόν ἐστι avec un inf. ATT il vaut la peine que ; [[τί]] [[σοι]] ἄξιον ; [[τί]] δ’ ἄξιόν μοι ; ATT à quoi bon pour toi, pour moi ? <i>ellipt.</i> καὶ γὰρ ἄξιον XÉN car cela en vaut la peine;<br /><b>IV.</b> de grande valeur : ἄξια [[ἄποινα]] IL forte rançon ; ἄξια δῶρα IL présents de grande valeur ; [[ἄξιος]] [[ὦνος]] OD un bon prix;<br /><b>V.</b> d’une valeur convenable, <i>càd</i> modérée ; à bas prix.<br />'''Étymologie:''' [[ἄγω]]. | |||
}} | }} |