ἄξιος

From LSJ

δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε → you have taken freely; give freely

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄξιος Medium diacritics: ἄξιος Low diacritics: άξιος Capitals: ΑΞΙΟΣ
Transliteration A: áxios Transliteration B: axios Transliteration C: aksios Beta Code: a)/cios

English (LSJ)

ἀξία, ἄξιον (ος, ον Nonn. D. 8.314), for *ἄγτιος,
A counterbalancing, cf. ἄγω v1: hence prop. weighing as much, of like value, worth as much as, c. gen., βοὸς ἄξιος Il.23.885; νῦν δ' οὐδ' ἑνὸς ἄξιοί εἰμεν Ἕκτορος we are not—all together—worth one Hector, 8.234, cf. Hdt. 1.32, 7.21; πάντων Ζεὺς ἄξιον ἦμαρ ἔδωκεν Il.15.719; so πολλοῦ ἄξιος worth much, X.An.4.1.28, Pl.Smp. 185b, etc.; πλείονος ἄξιος Id.Phdr. 235b, etc.; πλείστου ἄξιος Th.2.65, Pl.Grg. 464d, etc.; παντός, τοῦ παντὸς ἄ., E.Fr.275, Pl.Sph.216c; παντὸς ἄξιος, c. inf., Ar.Av.797; λόγου ἄξιος = ἀξιόλογος, Hdt.1.133, Th.1.73, etc.; σπουδῆς, μνήμης ἄξιος, Plu.2.35a,172e:—opp. to these are οὐδενὸς ἄξιος Thgn.456; ἢ παντὸς ἢ τὸ παράπαν οὐδενός Pl.Phlb. 64d; ὀλίγου Id.Grg.497b, etc.; σμικροῦ Id.R.504d, etc.; βραχέος Id.Lg.692c; μείονος, ἐλάττονος ἄ., X. Vect.4.50, Cyr.2.2.14; πολλαπλασίου τιμήματος ἄ. κτήσεις Arist.Pol.1306b12; also εἰς ὀγδοήκοντα μνᾶς ἄ. worth up to a sum of... D.27.10.
2 c. dat. pers., σοὶ δ' ἄξιόν ἐστιν ἀμοιβῆς 'tis worth a return to thee, i.e. will bring thee a return, Od.1.318; πολέος δέ οἱ ἄξιος ἔσται Il.23.562; βασιλεῖ ἂν πολλοῦ ἄξιοι γένοιντο X.An.2.1.14.
3 abs., worthy, goodly, ἄξια δῶρα Il.9.261; ἄξιος ὦνος a goodly price, Od.15.429; ὅθεν κέ τοι ἄξιον ἄλφοι it would bring thee a good price, 20.383; φέροντες ὅ τι ἕκαστος ἄξιον εἶχε X.Cyr.3.3.2.
b in Att. in an exactly opposite sense, 'good value for the money', i.e. cheap, Ar.Eq.672,895: Comp., ib.645; ὡς ἀξιώτατον πρίασθαι Lys.22.18; ὡς ἄ. γεγόνασιν οἱ πυροὶ ἐν τῇ ἀγορᾷ Thphr. Char.3.3, cf. X.Vect.4.6.
4 deserved, meet, due, δίκη S.El.298, X.Oec.12.19; χάρις Id.HG1.6.11; ἄξια δράσας ἄξια πάσχων fit suffering for fit deeds, A.Ag.1527, cf. E.Ion735.
5 of persons, οἱ ἑωυτοῦ ἄξιοι those of one's own rank, his peers, Hdt.1.107.
6 sufficient for, c. gen., ἄ. τοῦ πολέμου τὰ χρήματα D.14.27.
7 αἰδοῦς ἀξίαν.. τὴν προθυμίαν μᾶλλον ἢ θράσους more like modesty than rashness, Arist.Cael.291b25.
II after Hom., in moral relation, worthy, estimable, of persons and things, Hdt.7.224, etc.; οὐδὲν ἀξία nothing worth, A.Ch. 445; ἀξίαν κἀπ' ἀξίων Id.Eu.435; ἀξίων γεννητόρων ἤθη φυλάσσεις E. Ion735.
2 worthy of, deserving, mostly c. gen. rei, ἄξιον φυγῆς, ἄξια στεναγμάτων, γέλωτος, Id.Med.1124, Or.1326, Heracl.507; ἐγκωμίων τί ἀξιώτερον ἤ..; X.Ages.10.3: c. gen. pers., ποιεῖν ἄξια οὔτε ὑμῶν οὔτε πατέρων Th.2.71; ἄξιον τοῦ πατρός Isoc.9.80; ἄξια τοῦ Μαραθῶνος διανοεῖσθαι Plu.Cim.5.
b c. gen. rei et dat. pers., ἡμῖν δ' Ἀχιλλεὺς ἄξιος τιμῆς is worthy of honour at our hands, E.Hec.309; πολλῶν ἀγαθῶν ἄ. ὑμῖν Ar.Ach.633; ἄ. πλείστου Λακεδαιμονίοις Th. 4.81; θανάτου τῇ πόλει X.Mem.1.1.1, cf. 1.2.62; εἰμὶ δ' οὐ τούτων ὑμῖν ἄ. D.21.217; χάριτος ἄ. τῇ πόλει Antipho 6.10; later τιμῆς ἄ. παρὰ πάντων Luc.Tox.3.
3 c. inf., Προθοήνορος ἀντὶ πεφάσθαι ἄ. worthy to be killed instead of him, Il.14.472, cf. Th.1.76; τίεσθαι δ' ἀξιώτατος A.Ag.531; ἄ. θρήνων τυχεῖν S.Aj.924; ἄξιοι δουλεύειν only fit to be slaves, Arist.Pol.1254b36; also ἄ. σέβειν E.Heracl.315 (Elmsl.).
b ἄξιός εἰμι, like δίκαιός εἰμι, I deserve to... ἄξιός εἰμι πληγὰς λαβεῖν Ar.Ec.324; ἄξιός εἰμι ἀπολαῦσαι X.Cyr.5.4.19: abs., the inf. being supplied, authorized to act, And.1.132; ἄ. γάρ, emphatically, Pl.Tht.143e.
c later ἄ. ἵνα Ev.Jo.1.27.
4 ἄξιον or ἄξιόν ἐστι = it is meet, it is fit, it is due, ἄξιον εἶναι τρεῖς ἑνὸς ἀντὶ πεφάσθαι Il.13.446; ἄ. μνήμην ἔχειν Hdt.1.14: later c. fut. inf., ἄ. διαπορήσειν Did.in D.9.15.
b c. dat. pers. et inf., τῇ πόλει γὰρ ἄξιον ξυλλαβεῖν τὸν ἄνδρα τοῦτον it'll be a worthy thing for the city to arrest this man / 'tis meet for the city / is worth her while.., Ar.Ach.205; τί σοι ζῆν ἄξιον; Id.Nu.1074, cf. Av.548; ἄξιόν γε πᾶσιν ἐπολολύξαι Id.Eq.616; freq. in X. as ὡς οὐκ ἄξιον εἴη βασιλεῖ ἀφεῖναι κτλ. that it was not meet for him... An.2.3.25.
c the inf. is sometimes omitted, ἄξιον γὰρ Ἑλλάδι 'tis meet in the eyes of Hellas [so to do], Ar.Ach.8; and sometimes the dat., ἄξιόν ἐστι = it is meet, it is fit, it is due, it is worth while, Lat. operae pretium est, ἐνθυμηθῆναι D.1.21; γαμεῖν οὐκ ἄξιον E.Alc.628.
III Adv. ἀξίως, c. gen., ἐμάχοντο ἀξίως λόγου Hdt.6.112; οὔτε ἑωυτοῦ ἀξίως Id.3.125; οὐκ ἀ. ἀπηγήσιος ibid.; τῆς ἀσικίας Th.3.39; ἀξίως τοῦ θεοῦ, ἀξίως τῆς θεᾶς, OGI331.9 (Pergam.), Inscr.Magn.33.30, cf. 1 Ep.Thess.2.12: abs., S.OT133, etc.; κολάσετε ἀξίως as they deserve, Th.3.40.

Spanish (DGE)

-α, -ον
• Alolema(s): ἄκσιος ICr.4.72.10.23
• Morfología: [tb. -ος, -ον Nonn.D.8.314]
I de cosas en venta o sometidas a valoración
1 que vale c. gen. de precio o adj. cuantificador en neutr. λέβητ' ἄπυρον, βοὸς ἄξιον Il.23.885, στολὴ πολλοῦ χρυσοῦ ἀξία X.HG 4.1.30, χῶροι ... μείονος ἄξιοι X.Vect.4.50 (pero cf. II 1), πολλαπλασίου ... τιμήματος ἀξίας ... κτήσεις Arist.Pol.1306b13, ἱμάτιον ἄξιον δραχμῶν δύο PMagd.42.7 (III a.C.), ὄρνις ... ἀξία δραχμῶν δύο PMil.Vogl.220.20 (II d.C.), cf. Il.15.719, Od.1.318
fig. de pers., c. gen. de pers. que vale, que equivale οὐδ' ἑνὸς ἄξιοί εἰμεν Ἕκτορος no valemos (todos juntos) ni un solo Héctor, Il.8.234
c. prep. ξύλα κλίνει' εἰς ὀγδοήκοντα μνᾶς ἄξια D.27.10
suficiente para c. gen. de abstr. ἄξια τοῦ πολέμου τὰ χρήματα D.14.27, ἕδνον ... γάμου ἄξιον Theoc.27.33.
2 abs. de abstr. y tb. en neutr. valioso ἄξια δῶρα δίδωσι Il.9.261, ἄ. ὦνον ἔδωκε Od.15.429, ὅθεν κέ τοι ἄξιον ἄλφοι Od.20.383, φέροντες ... ὅτι ἕκαστος ἄξιον εἶχε aportando cada cual lo que tenía de valioso X.Cyr.3.3.2.
3 abs. de mercancías que vale la pena, barato ἀφύαι Ar.Eq.645, 672, σίλφιον Ar.Eq.895, σῖτον ἵν' ὡς ἀξιώτατον ὑμῖν πωλοῖεν Lys.22.11, cf. 8, op. τιμιώτερον Lys.22.22, ἀξίων γενομένων τῶν χαλκευτικῶν ἔργων X.Vect.4.6, ὡς ἄξιοι γεγόνασιν οἱ πυροὶ ἐν τῇ ἀγορᾷ Thphr.Char.3.3.
II de pers., acciones, comportamientos, etc.
1 que vale, merecedor de, digno de c. gen., gener. de abstr. οὐδὲν λόγου ἄξιον nada digno de mención Hdt.1.133, Hp.Prog.8, πόλις ἡμῶν ἀξία λόγου ἐστίν Th.1.73, οὐᾶ, ταύρου ἄξιον τὸ ἀνθρωπάριον ¡ay, es merecedor del toro, el tío! ref. al toro de Fálaris como instrumento de tortura Vit.Aesop.G 19, ἐγκομίων δὲ τί ἀξιώτερον; X.Ages.10.3, αἰδοῦς ἀ. ... προθυμία Arist.Cael.291b25, τὰ σωματικὰ ... ἄ. σπουδῆς Plu.2.35a, ἀνδρῶν ἀξίων μνήμης Plu.2.172e, ἄ. γὰρ ὁ ἐργάτης τῆς τροφῆς Eu.Matt.10.10, ἄξιοι θανάτου Ep.Rom.1.32, κολακεύειν τὸν ἄξιον κολάσεως I.BI 2.276, καρποὶ ἄ. μετανοίας Eu.Luc.3.8
neutr. plu. ἄξια cosas dignas ἄ. στενεγμάτων E.Or.1326, γέλωτος ἄ. E.Heracl.507, ἄ. τοῦ δείπνου ἐργάσασθαι X.Smp.6.10, ἄ. πληγῶν Eu.Luc.12.48
c. gen. de adj. cuantificador en neutr. πολλοῦ ἄξιος que vale mucho, valioso del amor, Pl.Smp.185b, de la virtud, Chrysipp.Stoic.3.50, de pers., X.An.2.1.14, 4.1.28, πλείονος ἄ. de palabras, Pl.Phdr.235b, ἀ. πάντων de la sabiduría, Democr.B 216, ὄνομα παντὸς ἄξιον E.Fr.275, de acciones, Ar.Au.797, tb. de pers. φιλόσοφοι ... ἄξιοι τοῦ παντός Pl.Sph.216c, (ἄνοια) πλείστου ἀξία Pl.Grg.464d, de acciones, Th.2.65, ἢ παντὸς ἀξία γίνεται ... ἢ ... οὐδενός o vale poco o nada Pl.Phlb.64d, de preguntas ὀλίγου ἄ. Pl.Grg.497b, σμικροῦ ἄ. Pl.R.504d, de pers. ὄντων ἡμῶν βραχέος ἀξίων Pl.Lg.692c
igual constr. c. dat. de pers. ἡμῖν δ' Ἀχιλλεὺς ἄξιος τιμῆς Aquiles, para nosotros, es digno de honor E.Hec.309, ἀγαθῶν ἄξιος (cód.) ὑμῖν ὁ ποιητής Ar.Ach.633, ἀνὴρ ... ἄ. πλείστου Λακεδαιμονίοις Th.4.81, ἄ. ... θανάτου τῇ πόλει X.Mem.1.1.1, cf. D.21.217
id. c. prep. Μέλαγχρος αἴδως ἄξιος ἐς πόλιν Alc.331, τιμῆς ἄξιος παρὰ πάντων Luc.Tox.3, ἄξια τὰ παθήματα τοῦ ... καιροῦ πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν Ep.Rom.8.18
c. dat. solamente ἄξιον γὰρ Ἑλλάδι digno (de mucho) a los ojos de Grecia Ar.Ach.8
c. inf. ἄξιος εὐλογίαις ἀστῶν μεμίχθαι digno de quedar unido a las alabanzas de los ciudadanos Pi.I.3.3, τίεσθαι δ' ἀξιώτατος A.A.531, ἄξιος θρήνων τυχεῖν S.Ai.924, ἄ. δουλεύειν Arist.Pol.1254b36, ἄ. σέβειν E.Heracl.315
en constr. pers. εἴμ' ἄξιος πληγὰς λαβεῖν Ar.Ec.324, ἄξιοι ... ἔσμεν ... ἀπολαῦσαί τι ἀγαθόν X.Cyr.5.4.19
tard. c. ἵνα y subj. οὐκ εἰμὶ ἐγὼ ἄ. ἵνα λύσω ... τὸν ἱμάντα Eu.Io.1.27
c. relat. y subj. ἄξιός ἐστιν ᾧ παρέξῃ τοῦτο Eu.Luc.7.4
c. ac. int., de Electra οὐδὲν ἀξία A.Ch.445
abs. ἄξιοί τε ἅμα νομίζοντες εἶναι pensando al mismo tiempo que somos merecedores Th.1.76, cf. Simon.114.4D., Xenoph.2.11, Hdt.7.224, A.Eu.435, PPetr.2.15.3.9
subst. οἱ ἄξιοι los dignos Plb.6.14.9.
2 digno de c. gen. de pers. ἀξία γ' ἡμῶν ὁδουρός guía digna de nosotros E.Io 1617, ἄξι' ἀξίων γεννητόρων E.Io 735, ποιεῖν ... ἄξια ... ὑμῶν Th.2.71, ἄξιος ... τοῦ πατρός Isoc.9.80, de ahí οἱ ἑωυτοῦ ἄ. sus iguales Hdt.1.107
c. gen. de lugar ἄξια τοῦ Μαραθῶνος Plu.Cim.5.
III abs. de abstr. o en neutr. plu. merecido ἀνάξια δράσας ἄξια πάσχων padeciendo lo merecido por sus crímenes A.A.1527, ἀ. δίκη S.El.298, χάρις X.Oec.12.19, cf. Sol.Lg.36a, ἄξιά σοι ἀπέβη LXX Ib.11.6.
IV hay que, que vale la pena de en el giro ἄξιον (ἐστί) c. inf. ἄξιον εἶναι τρεῖς ἑνὸς ἀντὶ πεφάσθαι Il.13.446, ἄξιον δ' ἐνθυμηθῆναι D.1.21, γαμεῖν οὐκ ἄξιον E.Alc.628, ἄξιον διαπορήσειν Did.in D.9.15
c. inf. y dat. de pers. ἄξιον Ἐφεσίοις ... ἀπάγξασθαι Heraclit.B 121, τῇ πόλει γὰρ ἄξιον ξυλλαβεῖν τὸν ἄνδρα Ar.Ach.205, τί σοι ζῆν ἄξιον; ¿de qué te vale vivir? Ar.Nu.1074, ζῆν οὐκ ἄξιον ἡμῖν Ar.Au.548, cf. Eq.616, X.An.2.3.25.
V subst. τὸ ἄξιον tasa por servicio postal, PHib.110.63 (III a.C.).
VI adv. ἀξίως
1 en forma digna de c. gen. ἐμάχοντο ἀ. λόγου lucharon en forma digna de mención Hdt.6.112, οὔτε ἑωυτοῦ ἀ. Hdt.3.125, οὐκ ἀ. ἀπηγήσιος Hdt.3.125, ἀ. τῆς ἀδικίας Th.3.39, ἀ. δόμων ἐμῶν E.Med.562, ἀ. τῶν καλῶν πεποιημένων X.Cyr.5.4.14, ἀ. ἀνδρὸς ἀγαθοῦ Pl.Ap.32c, ἀ. τοῦ θεοῦ IP 248.9 (II a.C.), cf. IM 33.30, 1Ep.Thess.2.12
abs. S.OT 133, E.IA 1466, Plb.1.37.1.
2 barato Poll.7.10.
3 merecidamente κολάσετε ... ἀξίως Th.3.40.
• Etimología: Cf. ἄγω.

German (Pape)

[Seite 270] α, ον (ἄγω, eigtl. aufwiegend, an Gewicht gleich), 1) gleichgeltend, eben so viel wert, z. B. βοὸς ἄξιος, eben so viel wert als ein Rind, ein Rind wert, Il. 23, 885; οὐδ' ἑνὸς ἄξιοί εἰμεν Ἕκτορος, wir alle sind nicht einmal so viel wert, wie der eine Hektor, 8, 234; vgl. 15, 719 u. Her. 7, 21. 104; οὐδὲ ἰδιωτέων ἀνδρῶν ἀξίους ἡμέας ἐποίησας, du achtest uns nicht einmal Privatleuten gleich, 1, 32; σοὶ δ' ἄξιον ἔσται ἀμοιβῆς, es wird eines Gegengeschenks wert sein, eine Gabe von gleichem Werthe dir eintragen, Od. 1, 318. Aehnl. στολὴ πολλοῦ χρυσοῦ ἀξία Xen. Hell. 4, 1, 13; πολλῶν χρημάτων Plat. Theaet. 167 c; ἀρχὴ πεντήκοντα ταλάντων ἀξία Xen. An. 7, 7, 25. Dah. die Verbdgn πολλοῦ, πλέονος, πλείστου, ὀλιγου, οὐδενός, παντός, auch τοῦ παντὸς ἄξιος, von Menschen u. Sachen sehr häufig: viel u. s. w., wenig, alles, d. i. sehr wert. Auch ein dat. tritt dazu, πολέος οἱ ἄξιος ἔσται, wird für ihn von hohem Werthe sein, Il. 23, 562; ἡμῖν Ἀχιλλεὺς ἄξιος τιμῆς, uns ist Achilleus ehrenwert, Eur. Hec. 309; πολλοῦ ἄξιοί ἐσμεν τῷ βασιλεῖ Xen. An. 2, 1, 16; ὁπόσου τοῖς φίλοις ἄξιος εἴη Mem. 2. 5, 1; πολλοῦ ἄξ. τῇ στρατιᾷ εἰς τὰ τοιαῦτα ἐγένετο An. 4, 1, 28, er hatte sich in solchen Fällen sehr verdient gemacht; τί σοι ζῆν ἄξιον, was liegt dir am Leben, Ar. Nub. 1057; ἄξιον τῇ πόλει συλλαβεῖν τὸν ἄνδρα Ach. 205, es verlohnt sich der Stadt, es liegt der Stadt daran. – 2) übh. wert, eine Sache verdienend, nicht bloß Gutes, ἐπαίνου, τιμῆς, auch Schlimmes, κακοῦ, ζημίας, θανάτου u. dgl. Bes. λόγου ἄξιος, der Rede, Erwähnung wert. Auch τιμῆς μᾶλλον ἢ θανάτου τῇ πόλει, er verdient Ehre vielmehr als den Tod von Seiten der Stadt; ἄξια τοῦ δείπνου ἐργάσασθαι, sich das Mahl verdienen, Xen. Symp. 6. 10. Dah. auch allein, wie unser würdig, verdient, τιμή Xen. An. 1, 9, 29; δίκην ἀξίαν ἐπιθεῖναι Oec. 12. 19; ἀξίαν χάριν ἀποδοῦναι Hell. 1, 6, 7; ἄξιος ὦνος, ein der Sache angemessener Preis, Od. 15. 429; vgl. ἄξια δῶρα, ἄποινα Il. 9, 261. 11, 131; οἱ ἄξιοι, die Würdigen, d. i. angesehenen Männer, Her. 7, 224; τὰ ἄξια, verdiente Belohnungen, Xen. Cyr. 5, 3. 1; ὅθεν κέ τοι ἄξιον ἄλφοι Od. 20, 383, würde dir einen angemessenen Preis einbringen. – 3) οὐκ ἄξιόν ἐστι, a) es ist nicht der Mühe wert, κινδυνεῦσαι Plat. Phaed. 119 d; ἣν ἄξιον θεάσασθαι Rep. I, 378 a; vgl. Xen. An. 6, 3, 13. – b) es schickt sich, es ist recht, mit dem dat., βασιλεῖ ἀφιέναι αὐτούς Xen. An. 2, 3, 25; vgl. Mem. 2, 1, 34 Hell. 6, 4, 22. – 4) daran schließt sich die Construction mit dem inf., wobei gew. eine Attraction eintritt. Man vgl. Προθοήνορος ἀντὶ πεφάσθαι ἄξιος, wert, an des Proth. Start getödtet zu sein, Il. 14, 472; vgl. 13, 446; ἄξιός εἰμι, ich verdiene, οὐδεὶς ἄξ. συμβληθῆναί ἐστι, verdient verglichen zu werden, Her. 2, 10. 3, 125; ἄξ. ἐπαινεῖσθαι Thuc. 1, 76; ἄξ. συμβαλέειν, wert, daß man ihn vergleiche, Her. 4, 42; ἄξ. ζημιῶσαι, wert, daß man ihn bestrafe, 9, 77; ἄξ. θαυμάσαι Thuc. 1, 138; ἄξ. σέβειν Eur. Alc. 1060 u. sonst; ἄξιος θρήνων τυχεῖν Soph. Ant. 932; ἄξιός εἰμι πληγὰς λαβεῖν Ar. Eccl. 324; τί εἴη ἄξιος παθεῖν Xen. Hell. 2, 1, 22; ἄξιοί ἐσμεν ἀπολαῦσαί τι Cyr. 5, 4, 19; ἄξιοι βιοτεύειν ὥσπερ Τάνταλος Oec. 21, 12. Aehnl. τί δ' ἄξιόν μοι τῆσδε τυγχάνει φυγῆς; womit hab' ich dies Exil verdient? warum soll ich fliehen? Eur. Mad. 1124. – 5) würdig, angemessen, τῶν προγόνων Plat. ep. XII, 359 d; τῶν προγεγονότων ἔργων Pol. 1, 75; vgl. ἄξια τοῦ Μαραθῶνος διανοεῖσθαι, auf Taten sinnen, die Marathons würdig sind, Plut. Cim. 6; ἄξιόν ἐστιν c. inf., es lohnt sich, ist billig, geziemt sich, oft Att.; worauf auch acc. c. inf. folgt, ἤδη καὶ οἰκίας σε τυχεῖν ἄξιον Xen. Cyr. 7, 5, 56. – 6) preiswürdig, bei den Kaufleuten, wohlfeil, nach den Atticisten attisch für εὕωνος, Ar. Equ. 643. 670 Vesp. 491; Lys. 22, 11. – Adv., ἀξίως ἔχειν Isocr. 4, 38.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
I. litt. qui entraîne par son poids, qui est de poids ; qui vaut, qui a la valeur de : ἄξιος βοός IL qui a la valeur d'un bœuf ; οὐδ' ἑνὸς ἄξιοί εἰμεν Ἕκτορος IL (tous ensemble) nous ne valons même pas le seul Hector ; πάντων ἄξιον ἦμαρ IL jour qui vaut tous les autres, qui compense les épreuves de tous les autres ou, sel. d'autres jour qui vaut tout, càd très précieux ; πολλοῦ, πλείονος, ὀλίγου, μείονος ou ἐλάττονος, οὐδενὸς ἄξιος ATT de grande valeur, de plus de valeur, de peu de valeur, de moins de valeur, de nulle valeur ; ἄξιόν ἐστι ; avec une prop. inf. IL est-ce une compensation suffisante que… ?;
II. qui mérite, digne de : λόγου de réputation ; τινι ἄξιος τιμῆς EUR digne d'être honoré par qqn ; en mauv. part θανάτου τῇ πόλει ἄξιος XÉN criminel d'État qui mérite la mort ; avec un inf. : πεφάσθαι ἄξιος IL qui mérite d'être mis à mort ; ἀξίη συμβαλέειν HDT digne d'être comparée avec ; ἄξιός εἰμι avec l'inf. je mérite de ; avec un n. de chose digne, juste, convenable : ἀξία δίκη SOPH châtiment mérité ; ἀξία χάρις XÉN juste reconnaissance;
III. abs. qui en vaut la peine ; ἀξίαν τρίβην ἔχει ESCHL cela vaut la peine d'y passer qqe temps ; ἄξιόν ἐστι avec un inf. ATT il vaut la peine que ; τί σοι ἄξιον ; τί δ' ἄξιόν μοι ; ATT à quoi bon pour toi, pour moi ? ellipt. καὶ γὰρ ἄξιον XÉN car cela en vaut la peine;
IV. de grande valeur : ἄξια ἄποινα IL forte rançon ; ἄξια δῶρα IL présents de grande valeur ; ἄξιος ὦνος OD un bon prix;
V. d'une valeur convenable, càd modérée ; à bas prix.
Étymologie: ἄγω.

Russian (Dvoretsky)

ἄξιος:
1 стоящий, ценою в (λέβης βοός ἄ. Hom.; στολὴ πολλοῦ χρυσοῦ ἀξία Xen.): πολλοῦ ἄξιον νομίζειν τι Plut. высоко ценить что-л.;
2 достойный, заслуживающий (τινος Hom., Eur. etc.): πεφάσθαι ἄ. ἀντί τινος Hom. достойный отдать жизнь за кого-л.; ἄξια δράσας, ἄξια πάσχων Aesch. понеся кару, равную преступлению; οὐ συμβαλέειν ἄ. περί τινος Her. не идущий ни в какое сравнение относительно чего-л.; ἄ. θαυμάσαι Thuc. достойный удивления; τί δ᾽ ἄξιόν μοι τῆσδε τυγχάνει φυγῆς; Eur. чем заслужил(а) я это изгнание?; ἀκούσατε καὶ γὰρ ἄξιον Xen. послушайте, это стоит того (чтобы быть выслушанным);
3 достойный, заслуженный (δίκη Soph., Xen.; χάρις Xen.);
4 ценный, дорогой (δῶρα Hom.);
5 высокий, значительный (ὦνος, ἄποινα Hom.);
6 достойный, почтенный, уважаемый (ἄνδρες Her.);
7 соответствующий, достаточный (ἄξια τοῦ πολέμου χρήματα Dem.);
8 равный по достоинству или званию (οἱ ἑωϋτοῦ ἄξιοι Her.);
9 сходный по цене, дешевый (ἀξιώτερον τὸν σῖτον ὠνεῖσθαι Lys.; ἄξια ταῦτα ὠνήσω Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἄξιος: ία, ον, (ἐκ τοῦ ἄγω VI, καὶ ἑπομ. κυρίως) ὁ ἔχων τόσον ἢ ἴσον βάρος, τόσην ἢ ἴσην ἀξίαν, τόσην ἢ ἴσην τιμήν, μετὰ γεν., βοὸς ἄξιος Ἰλ. Ψ. 885, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 32., 7. 21· νῦν δ’ οὐδ’ ἑνὸς ἄξιοί εἰμεν Ἕκτορος, τώρα δὲ δὲν ἀξίζομεν ὅλοι μας οὐδὲ τόσον ὅσον ἀξίζει ἕνας Ἕκτωρ, Ἰλ. Θ. 234· πάντων Ζεὺς ἄξιον ἦμαρ ἔδωκε, ὡς τὸ Λατ. instar omnium, Ο. 719: - οὕτω, πολλοῦ ἄξιος, ἔχων μεγάλην ἀξίαν, Ξεν. Ἀν. 4. 1, 28, Πλάτ. Συμπ. 185B, κτλ.· πλείονος ἄξ. ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 235B, κτλ.· πλείστου ἄξιον, quantivis pretii, Θουκ. 2. 65, Πλάτ. Γοργ. 464D, κτλ.· οὕτω καὶ παντός, καὶ τοῦ παντός ἄξιον Εὐρ. Ἀποσπ. 277, Πλάτ. Σοφ. 216C· παντὸς ἄξιον, μετ’ ἀπαρεμ., Ἀριστοφ. Ὄρν. 797· λόγου ἄξιος = ἀξιόλογος, Ἡρόδ. 1. 133, Θουκ. 1. 73, κτλ.· ἐναντία πρὸς ταῦτα εἶναι τά: οὐδενὸς ἄξιος Θέογν. 456· ἢ παντὸς... ἢ τὸ παράπαν οὐδενὸς Πλάτ. Φίληβ. 64D· ὀλίγου ὁ αὐτ. Γοργ. 497B, κτλ.· σμικροῦ ὁ αὐτ. Πολ. 504D, κτλ.· βραχέος ὁ αὐτ. Νόμ. 692C· μείονος, ἐλάττονος, ἐλαχίστου ἄξιος Ξεν. Πόρ. 4. 50· πολλαπλασίου τιμήματος ἄξιαι κτήσεις Ἀριστ. Πολ. 5. 6, 17· ὡσαύτως, εἰς ὀγδοήκοντα μνᾶς ἄξια, πράγματα ἀξίας μέχρις ὀγδ. μνῶν, Δημ. 816. 20. 2) μετὰ δοτ. προσ., σοὶ δ’ ἄξιον ἔσται [τὸ δῶρον] ἀμοιβῆς, θὰ λάβῃς ἀντάξιον δῶρον, «ἀξίως ἀμείψεται, ἢ τοὐναντίον παρ’ ἐμοῦ καλὸν δῶρον λάβοις ἄξιον ἀμοιβῆς γενέσθαι» (Σχόλ.), Ὀδ. Α. 318· πολέος δὲ οἱ ἄξιος ἔσται Ἰλ. Ψ. 562· πολλοῦ ἢ πλείστου ἄξιον εἶναί τινι Ξεν., κτλ. 3) ἀπολ., ἄξιος, ἀξιόλογος. ἔξοχος, καλός, ἄξια δῶρα, κτλ.· ὁ δ’ ἄξιον ὦνον ἔδωκεν, καλὴν τιμὴν ἐπλήρωσεν, Ὀδ. Ο. 429· ὅθεν κέ τοι ἄξιον ἄλφοι, «ἀξίαν εὕροι τιμὴν» (Σχόλ.) Υ. 383· φέροντες ὅ τι ἕκαστος ἄξιον εἶχε Ξεν. Κύρ. 3. 3, 2. - Παρ’ Ὁμήρῳ λοιπὸν καὶ παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς ἰδίως ἡ λέξις εἶχε τὴν σημασίαν τῆς μεγάλης τιμῆς ἢ ἀξίας· ἀλλά, β) παρ’ Ἀττικοῖς εἶχεν ὡσαύτως καὶ τὴν ἐναντίαν σημασίαν, δηλ. μικρᾶς τιμῆς, οὐπώποτ’ ἀφύας εἶδον ἀξιωτέρας, εὐθηνοτέρας, Ἀριστοφ. Ἱππ. 645· τὰς ἀφύας παρ’ ἡμῖν ἀξίας; εὐθηνάς; 672· τὸν ἄξιον γενόμενον; τὸν γενόμενον εὐθηνόν; 895· ὡς ἀξιώτατον πρίασθαι Λυσίας 165. 3. 4) παρ’ Ἀττικοῖς, ὡσαύτως, ἄξιος, ἐπάξιος, κατάλληλος, προσήκων, ἁρμόδιος, δίκη Ἠλ. 298, Ξεν. Οἰκ. 12. 19· χάρις ὁ αὐτ. Ἑλλ. 1. 6. 11· ἄξια δράσας ἄξια πάσχων, πάσχων ἄξια τῶν πράξεών του, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1527, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα 735. 5) ἐπὶ προσώπων, οἱ ἑωυτοῦ ἄξιοι, οἱ ἐκ τῆς τάξεως εἰς ἣν ἀνήκει καὶ αὐτός, οἱ ὅμοιοί του, Ἡρόδ. 1. 107. 6) ἐπαρκὴς πρός τι, μετὰ γεν. ἄξια τοῦ πολέμου τὰ χρήματα Δημ. 185. 26. 7) αἰδοῦς ἀξίαν... τὴν προθυμίαν μᾶλλον ἢ θράσους = ἀξίαν μᾶλλον αἰδοῦς ἢ θράσους... Ἀριστ. Οὐρ. 2. 12, 1. ΙΙ. μεθ’ Ὅμηρ. ἰδίως ἐπὶ ἠθικῆς σχέσεως, ἄξιος, ἀξιότιμος, ἔχων ἀξίαν· ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, Ἡρόδ. 7. 224, κτλ.· οὐδὲν ἀξία Αἰσχύλ. Χο. 445· ἀξίαν ἀπ’ ἀξίων ὁ αὐτ. Εὐμ. 435. 2) ἄξιός τινος, ἀξίζων τι, πρὸ πάντων μετὰ γεν. πράγματος, ἄξιον φυγῆς, ἄξια στεναγμάτων, γέλωτος, κτλ., Εὐρ. Μήδ. 1124, Ὀρ. 1326, κτλ. ἐγκωμίων τι ἀξιώτερον ἤ.., Ξεν. Ἀγησ. 10. 3: - ἀλλὰ μετὰ γεν. προσ., ποιεῖν ἄξια οὔτε ὑμῶν οὔτε πατέρων, Θουκ. 2. 71· ἄξιον τοῦ πατρὸς Ἰσοκρ. 207B· οὕτως, ἄξια τοῦ Μαραθῶνος διανοεῖσθαι Πλουτ. Κίμ. 5. β) μετὰ γεν. πράγμ. καὶ δοτ. προσώπ., ἡμῖν δ’ Ἀχιλλεὺς ἄξιος τιμῆς Πόρσ. Εὐρ. Ἑκ. 309, Ἐλμσλ. Εὐρ. Ἡρακλ. 316· πολλῶν ἀγαθῶν ἄξιος ὑμῖν Ἀριστοφ. Ἀχ. 633· οὕτως, πλείστου ἄξ. Λακεδαιμονίοις Θουκ. 4. 81· θανάτου τῇ πόλει Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 1, πρβλ. 1. 2, 62· εἰμὶ δ’ οὐ τούτων ὑμῖν ἄξιος Δημ. 584. 2, πρβλ. Ἀντιφῶντα 142. 26· μεταγεν. τιμῆς ἄξια παρά τινος Λουκ. Τόξ. 3. 3) μετὰ ἀπαρ., ἦ ῥ’ οὐχ οὗτος ἀνὴρ Προθοήνορος ἀντὶ πεφάσθαι ἄξιος; ἄξιος νὰ φονευθῇ ἀντὶ ἐκείνου; Ἰλ. Ξ. 472, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 14, Θουκ. 1. 76· τίεσθαι ἀξιώτατος Αἰσχύλ. Ἀγ. 531· ἄξιος θρήνων τυχεῖν Σοφ. Αἴ. 924· ἄξιοι δουλεύειν, ἄξιοι μόνον δουλείας, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 5, 10: - καὶ οὕτω, β) ἄξιός εἰμι, ὡς τὸ δίκαιός εἰμι, μοὶ πρέπει νὰ.., ἄξιός εἰμι ἀπολαῦσαι Ξεν. Κύρ. 5. 4, 19: - ἀπολ., τοῦ ἀπαρεμφ. εὐκόλως ὑπονοουμένου, ἔχων δύναμιν καὶ ἐξουσίαν νὰ ἐνεργήσῃ, Ἀνδοκ. 17. 19· οὕτως, ἄξιος γάρ, ἐμφατικῶς, Πλάτ. Θεαίτ. 143E. 4) ἄξιόν [ἐστι], εἶναι προσῆκον, Δηΐφοβ’, ἦ ἄρα δή τι ἐΐσκομεν ἄξιον εἶναι τρεῖς ἑνὸς ἀντὶ πεφάσθαι; Ἰλ. Ν. 446· ἄξ. μνήμην ἔχειν Ἡρόδ. 1. 14. β) μετὰ δοτ. προσ. καὶ ἀπαρ., τῇ πόλει γὰρ ἄξιον ξυλλαβεῖν τὸν ἄνδρα, προσῆκον, Ἀριστοφ. Ἀχ. 205· τί σοι ζῆν ἄξιον ὁ αὐτ. Νεφ. 1074, πρβλ. Ὄρν. 548· ἄξιόν γε πᾶσιν... ἐπολολύξαι ὁ αὐτ. Ἱππ. 616, καὶ ἡ σύνταξις αὕτη εἶναι συχνὴ παρὰ Ξεν., ὡς οὐκ. ἄξιον εἴη βασιλεῖ ἀφεῖναι κτλ., ὅτι δὲν τὸ ἐπέτρεπεν ἡ θέσις ἢ ἡ ἀξιοπρέπεια τοῦ βασιλέως νά.., Ἀν. 2. 3, 25, πρβλ. λεξικ. Ξενοφ. (Sturz) ἐν λέξ., 10, Ἀνδοκ. 1. 6. γ) ἐνίοτε τὸ ἀπαρέμφ. παραλείπεται, ἄξιον γὰρ Ἑλλάδι, ἄξιον τῆς Ἑλλάδος, προξενεῖ τιμὴν εἰς τὴν Ἑλλάδα [νὰ πράξῃ τις οὕτω], Ἀριστοφ. Ἀχ. 8. ἄξιόν ἐστιν, ἀξίζει, operae pretium est, ἐνθυμηθῆναι Δημ. 15, 7· γαμεῖν οὐκ ἄξιον Εὐρ. Ἄλκ. 627. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. ἀξίως μετὰ γεν. ἐμάχοντο ἀξίως λόγου Ἡρόδ. 6. 112· οὔτε ἐωυτοῦ ἀξ. ὁ αὐτ. 3. 125· οὐκ ἀξ. ἀπηγήσιος ὁ αὐτ. 3. 125· τῆς ἀδικίας Θουκ. 3. 39· ἐν Αἰσχύλ. Χο. 707, ὁ Δινδ. προτείνει ἀξίας: ― ἀπολ., Σοφ. Ο. Τ. 133, κτλ. κολάσατε ἀξίως, «δηλ. ἀξίως τῆς ἀδικίας ἥν ἔπραξαν», Θουκ. 3. 40.

English (Autenrieth)

3 (ἄγω): of equal weight, value, worth, with gen.; οὐδ' ἑνὸς ἄξιοί εἰμεν Ἕκτορος, Il. 8.234; λέβης βοὸς ἄξιος, Il. 23.885; ἄξια ἄποινα, ‘suitable,’ i. e. precious, Il. 6.46; ἄξιον, a ‘goodprice, Od. 20.383.

English (Slater)

ἄξιος worthy, deserving c. gen. ἄξιος εὐλογίαις ἀστῶν μεμίχθαι (sc. ἐστί.) (I. 3.3) [ἂν ἀξίαις (codd.: ἀναξίαις Alberti) (N. 8.10) ]

English (Strong)

probably from ἄγω; deserving, comparable or suitable (as if drawing praise): due reward, meet, (un-)worthy.

English (Thayer)

ἄξια, ἄξιον (from ἄγω, ἄξω; therefore properly, drawing down the scale; hence)
a. weighing, having weight; with a genitive having the weight of (weighing as much as) another thing, of like value, worth as much: βῶς ἄξιος, Homer, Iliad 23,885; with the genitive of price (Winer's Grammar, 206 (194)), as ἄξιος δέκα μνῶν, common in Attic writings; πᾶν τίμιον οὐκ ἄξιον αὐτῆς (σοφίας) ἐστι, οὐκ ἐστι σταθμός πᾶς ἄξιος ψυχῆς, οὐκ ἄξια πρός τήν ... δόξαν are of no weight in comparison with the glory, i. e. are not to be put on an equality with the glory, Winer's Grammar, 405 (378); (Buttmann, 340 (292)).
b. befitting, congruous, corresponding, τίνος, to a thing: τῆς μετανοίας, ἄξια ὧν ἐπράξαμεν, ἄξιον ἐστι it is befitting: α. it is meet, β. it is worth the while, followed by τοῦ with an accusative and an infinitive, Homer and Herodotus down, and often with ἐστι omitted).
c. of one who has merited anything, worthyboth in a good reference and a bad; α. in a good sense; with a genitive of the thing: ἵνα: ἵνα λύσω, a construction somewhat rare; cf. Dem. pro cor., p. 279,9 ἀξιουν, ἵνα βοηθήσῃ (dubious); see under the word ἵνα, II:2 at the beginning and c.)); followed by ὅς with a finite verb (like Latin dignus, qui): Buttmann, 229 (198)). It stands alone, but so that the context makes it plain of what one is said to be worthy: τῆς εἰρήνης); τοῦ θεοῦ, Sap. iii. 5; Ignatius ad Ephesians 2 [ET]). β. in a bad sense; with a genitive of the thing: πληγῶν, θανάτου, Revelation 16:6 (namely, to drink blood).

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἄξιος, -ία, -ιον)
(με γεν.)
1. αυτός που του αξίζει, που του αρμόζει κάτι
2. αντάξιος κάποιου
3. «άξιος λόγου» — αξιόλογος, σημαντικός
νεοελλ.
1. ικανός, επιδέξιος σε κάτι
2. ταλαντούχος, αυτός που επιδίδεται σε κάτι με επιτυχία
3. επιδοκιμαστικό επιφώνημα του λαού που παρίσταται στη χειροτονία κληρικού
4. φρ. α) «άξιος οίκτου» — αξιολύπητος
6) «είναι άξιος της τύχης του» — πάσχει δίκαια
αρχ.
1. αυτός που ισοδυναμεί, που αντιστοιχεί με κάτι στην αξία, στο βάρος κ.λπ.
2. φρ. «πολλοῦ ἄξιος» — πολύτιμος
3. αυτός που έχει χρηματική αξία, που στοιχίζει
4. ακριβός, βαρύτιμος, μεγάλης αξίας
5. φθηνός, προσιτός στην τιμή
6. αυτός που πρέπει, που αρμόζει, κατάλληλος
7. (για πρόσωπα) ομοτάξιος, ευγενής
8. επαρκής για κάτι
9. όμοιος με κάτι, αντίστοιχος
10. σημαντικός, σπουδαίος
11. «ἄξιος εἰμί» — μου πρέπει ή έχω δύναμη και εξουσία για κάτι
12. «ἄξιον ἐστί» — πρέπει, αρμόζει, αξίζει, αξίζει τον κόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η σημασία «άξιος» της λ. εμφανίζεται μετά τον Όμηρο συχνά με ηθική έννοια. Ο τ. συνδέεται με το ρ. άγω «βαρύνω, ζυγίζω» (πρβλ. λατ. agīna «πόρπη της ζυγαριάς», exagium «ζυγός») και θα πρέπει να προέρχεται από άκτιος (που πιθ. βασίζεται στο άκτις -άξις) με ονοματική παρέκταση σε -τ- και συριστικοποίηση.
ΠΑΡ. αξία, αξιώ (-ώνω)
μσν.- νεοελλ.
αξιοσύνη
νεοελλ.
αξιάδα, αξίζω, αξιωσύνη, αξιώτικος.
ΣΥΝΘ. (α' συνθετικό) αξιαγάπητος, αξιάγαστος, αξιάκουστος, αξιέπαινος, αξιέραστος, αξιοδάκρυτος, αξιόζηλος, αξιοθαύμαστος, αξιοθέατος, αξιοκαταφρόνητος, αξιόκτητος, αξιόλογος, αξιομακάριστος, αξιόμαχος, αξιομίμητος, αξιομνημόνευτος, αξιόπιστος, αξιόποινος, αξιοπρεπής, αξιοπροστάτευτος, αξιοσπούδαστος, αξιοτίμητος, αξιότιμος, αξιοφίλητος, αξιόχρεως
αρχ.
αξιακρόατος, αξιέντρεπτος, αξιοεργός, αξιόθεος, αξιόθρηνος, αξιόληπτος, αξιομισής, αξιόνικος, αξιοπενθής, αξιόπλοκος, αξιοπραγία, αξιόρατος, αξιόσκεπτος, αξιοστράτηγος, αξιοτέκμαρτος
αρχ.-μσν.
αξιοζήλωτος
μσν.
αξιαγώνιστος, αξιογέραστος, αξιοδίωκτος, αξιοπαράκλητος, αξιόσεπτος, αξιώλεθρος
μσν.- νεοελλ.
αξιοσέβαστος
νεοελλ.
αξιανάγνωστος, αξιοζήλευτος, αξιοθρήνητος, αξιολύπητος, αξιοπαρατήρητος
(β' συνθετικό) ανάξιος, αντάξιος, επάξιος, ισάξιος
αρχ.
αλαλάξιος, απάξιος, αποτάξιος, ευάξιος, κατάξιος, πανάξιος, παράξιος, τιμάξιος
νεοελλ.
τρισάξιος, υπεράξιος].

Greek Monotonic

ἄξιος: -ία, -ιον (ἄγω IV),
I. 1. αυτός που ζυγίζει ισάξια, ο ίσης αξίας, ισάξιος, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· οὐδ' ἑνὸς ἄξιοί εἰμεν Ἕκτορος, δεν αξίζουμε όσο ένας Έκτορας, σε Ομήρ. Ιλ.· πάντων ἄξιον ἦμαρ, Λατ. instar omnium, στο ίδ.· πολλοῦ ἄξιος, αυτός που αξίζει πολύ, σε Ξεν.· πλείστου ἄξιον, quantivis petii, σε Θουκ.· ομοιως, παντὸς τοῦ παντὸς ἄξιον, σε Πλάτ.· λόγου ἄξιος = ἀξιόλογος, σε Ηρόδ. κ.λπ.· αντίθ. προς αυτά είναι το οὐδενὸς ἄξ., σε Θέογν.· ὀλίγου, σμικροῦ ἄξ., σε Πλάτ. κ.λπ.
2. με δοτ. προσ., σοὶ δ' ἄξιόν ἐστιν ἀμοιβῆς, αξίζει αμοιβή σε εσένα, δηλ. θα σου αποδοθεί αντάλλαγμα, σε Ομήρ. Οδ.· πολλοῦ ή πλείστου ἄξιον εἶναί τινι, σε Ξεν. κ.λπ.
3. απόλ., α) αξιόλογος, έξοχος, λέγεται για πρόσωπα και πράγματα, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· στην Αττ. έχει μερικές φορές αντίθετη σημασία, στοιχειώδους τιμής, φθηνό, σε Αριστοφ. β) λέγεται για πράγματα, αντάξιος, άξιος, δίκη, σε Σοφ.· χάρις, σε Ξεν.
4. επαρκής για, με γεν., σε Δημ.
II. 1. άξιος για, με γεν. πράγμ., φυγῆς, γέλωτος, σε Ευρ.· με γεν. προσ., ποιεῖν ἄξια οὔτε ὑμῶν οὔτε πατέρων, σε Θουκ.· με γεν. πράγμ. και δοτ. προσ., ἡμῖνδ' Ἀχιλλεὺς ἄξιος τιμῆς, είναι άξιος να τον τιμούμε, σε Ευρ.· πολλῶν ἀγαθῶν ἄξιος ὑμῖν, σε Αριστοφ.
2. με απαρ., πεφάσθαι ἄξιος, άξιος για να σκοτωθει, σε Ομήρ. Ιλ.· ἄξιός εἰμι πληγὰς λαβεῖν, ειμαι άξιος να με μαστιγώσουν, σε Αριστοφ.
3. ἄξιόν (ἐστι), είναι πρέπον, δέον, αρμόζον, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· με δοτ. προσ. και απαρ., τῇ πόλει ἄξιον ξυλλαβεῖν τὸν ἄνδρα, είναι πρέπον για την πόλη, είναι καθήκον της να συλλάβει τον άνδρα, σε Αριστοφ.· το απαρ. μερικές φορές παραλείπεται, ἄξιον γὰρ Ἑλλάδι, είναι σύμφωνο στα μάτια της Ελλάδας (έτσι να πράξει), στον ίδ.
III. επίρρ. ἀξίως, με γεν., άξια, σε Ηρόδ.· απόλ., σε Σοφ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: worth (Il.).
Derivatives: Denom. ἀξιόω deem worthy (S.); ἀξίωμα.
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [4] *h₂eg̀- carry
Etymology: Generally connected with ἄγω as weigh (cf. Lat. agīna), first from a t-stem, perhaps *ἄξις weight. Some doubts remain; no t-stem is known from the verb, and the semantics is not strong.

Middle Liddell

[ἄγω IV, and so properly weighing as much.]
I. weighing as much, of like value, worth as much as, c. gen., Il., Hdt.; οὐδ' ἑνὸς ἄξιοί εἰμεν Ἕκτορος we are not worth one Hector, Il.; πάντων ἄξιον ἦμαρ, Lat. instar omnium, Il.; πολλοῦ ἄξιος worth much, Xen.; πλείστου ἄξιον, quantivis pretii, Thuc.; so, παντός, τοῦ παντὸς ἄξιον Plat.; λόγου ἄξιος, = ἀξιόλογος, Hdt., etc.:—opp. to these are οὐδενὸς ἄξ. Theogn.; ὀλίγου, σμικροῦ ἄξ. Plat., etc.
2. c. dat. pers., σοὶ δ' ἄξιόν ἐστιν ἀμοιβῆς 'tis worth a return to thee, i. e. will bring thee a return, Od.; πολλοῦ or πλείστου ἄξιον εἶναί τινι Xen., etc.
3. absol. worthy, goodly, of persons and things, Od., etc.; in Attic it sometimes has an opposite sense, of a proper value, cheap, Ar.
b. of things, deserved, meet, due, δίκη Soph.; χάρις Xen.
4. sufficient for, c. gen., Dem.
II. worthy of, deserving, meet for, c. gen. rei, φυγῆς, γέλωτος Eur.; c. gen. pers., ποιεῖν ἄξια οὔτε ὑμῶν οὔτε πατέρων Thuc.:—c. gen. rei et dat. pers., ἡμῖν δ' Ἀχιλλεὺς ἄξιος τιμῆς is worthy of honour at our hands, Eur.; πολλῶν ἀγαθῶν ἄξιος ὑμῖν Ar.
2. c. inf., πεφάσθαι ἄξιος worthy to be killed, Il.; ἄξιός εἰμι πληγὰς λαβεῖν I deserve a flogging, Ar.
3. ἄξιόν [ἐστι] 'tis meet, fit, due, Il., Hdt.; c. dat. pers. et inf., τῆι πόλει ἄξιον ξυλλαβεῖν τὸν ἄνδρα 'tis meet for the city, is her duty, to arrest the man, Ar.:—the inf. is sometimes omitted, ἄξιον γὰρ Ἑλλάδι 'tis meet in the eyes of Hellas [so to do], Ar.
III. adv. ἀξίως, c. gen., worthily of, Hdt.:—absol., Soph.

Frisk Etymology German

ἄξιος: {áksios}
Meaning: würdig, wert (alt u. häufig).
Derivative: Abstraktbildung ἀξία (aus ἀξιία Frisk Eranos 43, 220) Wert, Lohn (ion. att.). Denominatives Verb ἀξιόω, -όομαι für würdig, wert erachten, verlangen (ion. att.). Davon die Verbalnomina 1. ἀξίωμα Wertachtung, Würde, Verlangung (att. hell. u. spät) mit dem Demin. ἀξιωμάτιον (Arr.) und dem Adj. ἀξιωματικός würdevoll (hell. usw.); 2. ἀξίωσις Wertachtung, Anspruch, Ansicht (Hdt., Th., E. usw., vgl. Holt Les noms d'action en -σις, s. Index).
Etymology: Allgemein zu ἄγω im Sinn von wiegen (vgl. lat. agīna die Schere an der Waage und W.-Hofmann s. v.) gezogen, zunächst zu einer nominalen τ-Erweiterung, viell. *ἄξις Gewicht; somit eig. wichtig.
Page 1,116

Chinese

原文音譯:¥xioj 阿克西哦士
詞類次數:形容詞(41)
原文字根:配的 相當於: (מָלֵא‎)
字義溯源:應得的*,應當的,可供比較的,適當的,該,當,配,配得的,合宜的,夠好的,相稱,值得;或源自(ἄγω)=帶領*)。這字主要的意義:配得,相稱。神的救恩是白白賜給的,然而在天國裏是有賞賜與刑罰的,所以就有配得與相稱的問題。在這字四十餘次使用中,就有很多這樣的事,就如:施洗約翰對那些要來受洗的法利賽人和撒都該說,要結出果子來,與悔改的心相稱( 太3:8; 路3:8)。主也說,不背著他的十字架跟從我的,也不配作我的門徒( 太10:38)。保羅也勸信徒們,既然蒙召,行事為人就當與所蒙的恩相稱( 弗4:1; 腓1:27; 西1:10; 帖前2:12)。另一面在啓示錄描述說,我們的主神是配得榮耀尊貴權柄的( 啓4:11);又說,惟有那被殺羔羊是配展開書卷( 啓5:2,4,9);被殺羔羊是配得權柄,豐富,智慧,能力,尊貴,榮耀,頌讚的( 啓5:12)
同源字:1) (ἀνάξιος)不合適 2) (ἀναξίως)不恭敬地 3) (ἄξιος)應得的 4) (ἀξιόω)視為有資格,合適 5) (ἀξίως)適合地 6) (καταξιόω)視為完全應得的
出現次數:總共(41);太(9);路(8);約(1);徒(7);羅(2);林前(1);帖後(1);提前(4);來(1);啓(7)
譯字彙編
1) 配(13) 太10:37; 太10:37; 太10:38; 太22:8; 路15:19; 路15:21; 約1:27; 徒13:25; 啓4:11; 啓5:2; 啓5:4; 啓5:9; 啓5:12;
2) 該(6) 路23:15; 徒23:29; 徒25:11; 徒25:25; 徒26:31; 林前16:4;
3) 配得(4) 太10:13; 太10:13; 徒13:46; 提前5:18;
4) 相稱(3) 太3:8; 路3:8; 徒26:20;
5) 值得(2) 提前1:15; 提前4:9;
6) 配得的(2) 路7:4; 啓3:4;
7) 配有的人(1) 來11:38;
8) 配受(1) 提前6:1;
9) 與⋯相稱(1) 路23:41;
10) 該⋯的(1) 羅1:32;
11) 該受的(1) 啓16:6;
12) 相稱了(1) 羅8:18;
13) 是應當的(1) 太10:10;
14) 應當的(1) 路10:7;
15) 當(1) 路12:48;
16) 合適的(1) 太10:11;
17) 合宜的(1) 帖後1:3

English (Woodhouse)

deserved, worthy, deserving of, worthy of, worthy to

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού έχει τόσο βάρος, ἀξιόλογος). Ἀπό τό ἄγω, μέ τή σημασία τοῦ ζυγίζω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἄγω.

Lexicon Thucydideum

dignus, worthy
cum gen. with genitive 1.86.1.2.36.2, 2.71.2,
COMP. 3.63.1, 7.77.4,
SUP. 4.120.3,
i. q., that is 1.36.3, 1.73.1, 3.90.1, 6.64.1, 7.38.1, 8.83.3, [multi codd. many manuscripts ἁξιολόγων]
eadem vi, with the same force 1.142.7, 2.52.5 (de pestilentia concerning the plague), 7.56.3,
magni, parvi pretii, of great, little value, 2.15.5, 2.65.2 (de Pericle concerning Pericles), 4.40.2, 4.59.4, 4.81.1 (de Brasida concerning Brasidas), 8.76.6, 8.106.2, [vulgo commonly τοῦ]
consentaneus, suitable, appropriate, 2.89.5, 4.34.1, 5.60.2, 6.21.1, [vulgo additur commonly added τι] 7.24.2, —
cum infinit. with infinitive qui meretur, who deserves, 1.70.1, 1.75.1, 1.76.3, 1.138.3, 1.142.2, 2.39.4, 7.30.4, 7.63.3, 7.86.5,
COMP. 3.67.4, —
absolute, absolutely dignus, worthy, 1.76.2, 2.41.3, 6.16.1, 6.56.1, 6.83.1,
meritus, deserving, meritorious, 1.137.2, 3.65.3, 6.12.1,
aequum est, it is right, 1.42.2, 3.62.4.

Translations

worthy

Armenian: արժանի; Bulgarian: достоен; Catalan: digne; Chinese Mandarin: 配稱/配称; Dutch: waardig; Esperanto: digna, inda; Estonian: väärt, väärtuslik; Finnish: arvollinen; French: digne; Galician: digno; German: würdig; Gothic: 𐍅𐌰𐌹𐍂𐌸𐍃; Greek: άξιος; Ancient Greek: ἄξιος; Ido: digna; Italian: degno; Latgalian: godns; Latin: dignus; Latvian: cienīgs; Malayalam: യോഗ്യമായ; Maori: whaiwariu; Norman: dîngne; Polish: godny; Portuguese: digno, valioso; Romanian: demn; Russian: достойный; Spanish: digno; Telugu: అర్హము; Tocharian B: aṣām; Ukrainian: гі́дний, достойний; Welsh: gwiw