καταρρεπής: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_8)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταρρεπής''': -ές, ῥέπων πρὸς τὰ [[κάτω]], [[κατωφερής]], ἢ καὶ πρὸς τὸ ἕτερον [[μέρος]] κλίνων, διὸ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «ἑτερορρεπὴς ἢ [[ἑτεροκλινής]]».
|lstext='''καταρρεπής''': -ές, ῥέπων πρὸς τὰ [[κάτω]], [[κατωφερής]], ἢ καὶ πρὸς τὸ ἕτερον [[μέρος]] κλίνων, διὸ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «ἑτερορρεπὴς ἢ [[ἑτεροκλινής]]».
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui penche.<br />'''Étymologie:''' [[καταρρέπω]].
}}
}}