3,270,629
edits
(6_20) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμπληρόω''': συνεργῶ εἰς πλήρωσιν, συνεπλήρουν τοῖσι Ἀθηναίοισι τὰς [[νέας]], ἀπὸ κοινοῦ παρεῖχον τὰ πληρώματα αὐτῶν, Ἡρόδ. 8. 1. ΙΙ. πληρῶ ἐντελῶς, ξυμπληρώσαντες [[ἑξήκοντα]] [[ναῦς]], πληρώσαντες μὲ τέλειον [[πλήρωμα]], Θουκ. 6. 50, Πλουτ. Συμπ. 202Ε· σ. τὸ περιηγηθὲν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 770Β· τὸν μεταξὺ τόπον, τὸ μ. Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 14· π. Ζ. Μορ. 4. 12, 24· τοὺς πόρους Θεοφρ. π. Ὀσμ. 45· ἔρανον Πλούτ. 2. 694D· ― [[οὕτως]], ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, σ. τὰ διαστήματα Πλάτ. Τίμ. 35C, πρβλ. 36Β· ― Παθ., πάντα συμπεπλήρωται σαρξὶ [[αὐτόθι]] 75Α· σ. ἔκ τινων Τίμ. Λοκρ. 105Α, Διόδ. 1. 2. 2) συμπληρῶ, [[γεμίζω]] ἐντελῶς, Ἀριστ. περὶ Γεν. καὶ Φθορ. 2. 10, 11· ― Παθ., χωρῶ εἰς συμπλήρωσιν, συμπληροῦμαι, ὁ αὐτ. π. Φυτ. 1. 2, 19, Ἀθην. 671Α. | |lstext='''συμπληρόω''': συνεργῶ εἰς πλήρωσιν, συνεπλήρουν τοῖσι Ἀθηναίοισι τὰς [[νέας]], ἀπὸ κοινοῦ παρεῖχον τὰ πληρώματα αὐτῶν, Ἡρόδ. 8. 1. ΙΙ. πληρῶ ἐντελῶς, ξυμπληρώσαντες [[ἑξήκοντα]] [[ναῦς]], πληρώσαντες μὲ τέλειον [[πλήρωμα]], Θουκ. 6. 50, Πλουτ. Συμπ. 202Ε· σ. τὸ περιηγηθὲν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 770Β· τὸν μεταξὺ τόπον, τὸ μ. Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 14· π. Ζ. Μορ. 4. 12, 24· τοὺς πόρους Θεοφρ. π. Ὀσμ. 45· ἔρανον Πλούτ. 2. 694D· ― [[οὕτως]], ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, σ. τὰ διαστήματα Πλάτ. Τίμ. 35C, πρβλ. 36Β· ― Παθ., πάντα συμπεπλήρωται σαρξὶ [[αὐτόθι]] 75Α· σ. ἔκ τινων Τίμ. Λοκρ. 105Α, Διόδ. 1. 2. 2) συμπληρῶ, [[γεμίζω]] ἐντελῶς, Ἀριστ. περὶ Γεν. καὶ Φθορ. 2. 10, 11· ― Παθ., χωρῶ εἰς συμπλήρωσιν, συμπληροῦμαι, ὁ αὐτ. π. Φυτ. 1. 2, 19, Ἀθην. 671Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> aider à remplir : τινί [[τι]] aider qqn à remplir qch;<br /><b>II. 1</b> remplir entièrement ; <i>particul. en parl. de navires dont on embarque l’équipage au complet</i>;<br /><b>2</b> compléter.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πληρόω]]. | |||
}} | }} |