συμπληρόω
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
English (LSJ)
A help to fill, σ. τοῖσι Ἀθηναίοισι τὰς νέας help them in manning.., Hdt.8.1.
II fill up or completely, ἑξήκοντα ναῦς man them fully, Th.6.50, cf. Hell.Oxy.14.1; σ. τὸ περιηγηθέν Pl.Lg.770b; τὸν μεταξὺ τόπον, τὸ μ., Arist.Mete.340a18, PA694b1, cf. Pl.Smp. 202e, IG22.1668.71; τοὺς πόρους Thphr. De Odoribus 45, Diocl.Fr.147; ἔρανον Plu.2.694b:—Med., σ. τὰ διαστήματα Pl.Ti.35c, cf. 36b; τριήρεις Hell.Oxy.2.4:—Pass., τὸ δὲ [τῆς σύριγγος] πάλιν ξυμπληρωθείη Hp. Fist.4; πάντα συμπεπλήρωται σαρξίν Pl.Ti.75a; εὐδαιμονίᾳ Phld.D.1.2; σ. ἔκ τινων Ti.Locr.105a, D.S.1.2; ὑπό τινων Archim.Eratosth.3.
b Medic., cause congestion of, τὰ ὑποθυμιάματα σ. τὴν κεφαλήν Sor.1.72:—Pass., suffer from congestion of the brain, IG42(1).126.28 (Epid., ii A.D.), Gal.15.902.
2 complete, τὸ ὅλον Arist.GC336b31; ἕν τι τῶν συμπληρούντων τοῦτο Plot.1.8.3, cf. 2.6.1; τὰ συμπληροῦντα τὴν ἀρίστην μαῖαν the qualities which make up the complete good midwife, Sor.1.4, cf. Gal.6.166, UP1.9:—Pass., [δένδρα] συμπεπληρωμένα πᾶσι τοῖς οἰκείοις μορίοις, opp. ἀρχόμενα φύεσθαι, Id.16.492, cf. 526,685, Ath.15.671a.
3 fulfil, attain, τὸ τῆς φύσεως τέλος Polystr.Herc.346p.86V.:—Med., τὸ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος ἀγαθόν Epicur.Ep.3p.62U.:—Pass., Polystr.p.31W.
4 finish, περὶ τοῦ λίαν ὀξέος ὀξυμέλιτος συμπληρώσας τὸν λόγον Gal.15.683, cf. 572.
German (Pape)
[Seite 988] mit anfüllen, ausfüllen; τὰς νέας, Schiffe vollständig bemannen, Her. 8, 1; Thuc. 6, 50. 7, 60; Xen. Hell. 4, 8, 7 u. Folgde, wie Pol. 1, 36, 9; πάντα ταῦτα ξυμπεπλήρωται σαρξίν, Plat. Tim. 75 a, u. öfter.
French (Bailly abrégé)
συμπληρῶ :
I. aider à remplir : τινί τι aider qqn à remplir qch;
II. 1 remplir entièrement ; particul. en parl. de navires dont on embarque l'équipage au complet;
2 compléter.
Étymologie: σύν, πληρόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-πληρόω, Att. ook ξυμπληρόω [συμπλήρης] helpen te vullen, alleen van schepen helpen te bemannen, samen (met...) bemannen, met dat. en acc.. Hdt. 8.1.1. helemaal vullen, opvullen; met dat. met iets; ook med.; van schepen helemaal bemannen.
Russian (Dvoretsky)
συμπληρόω:
1 заполнять (τὸ διάστημα Plat.; τὸ μεταξύ τινος Arst.): ἔρανον κοινὸν σ. Plut. устраивать складчину;
2 составлять, образовывать: ἐξ ἁπάντων δὲ συμπληρουμένης τῆς εὐδαιμονίας Diod. так как из всего (этого) и состоит счастье;
3 комплектовать людьми, полностью снаряжать (ναῦς Thuc.);
4 совместно снаряжать: σ. τινι τὰς νέας Her. вместе с кем-л. снаряжать суда;
5 pass. быть заливаемым волнами (σ. καὶ κινδυνεύειν NT);
6 pass. (о времени) наступать: ἐν τῷ σ. τὴν ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς NT с наступлением дня Пятидесятницы.
Greek (Liddell-Scott)
συμπληρόω: συνεργῶ εἰς πλήρωσιν, συνεπλήρουν τοῖσι Ἀθηναίοισι τὰς νέας, ἀπὸ κοινοῦ παρεῖχον τὰ πληρώματα αὐτῶν, Ἡρόδ. 8. 1. ΙΙ. πληρῶ ἐντελῶς, ξυμπληρώσαντες ἑξήκοντα ναῦς, πληρώσαντες μὲ τέλειον πλήρωμα, Θουκ. 6. 50, Πλουτ. Συμπ. 202Ε· σ. τὸ περιηγηθὲν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 770Β· τὸν μεταξὺ τόπον, τὸ μ. Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 14· π. Ζ. Μορ. 4. 12, 24· τοὺς πόρους Θεοφρ. π. Ὀσμ. 45· ἔρανον Πλούτ. 2. 694D· ― οὕτως, ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, σ. τὰ διαστήματα Πλάτ. Τίμ. 35C, πρβλ. 36Β· ― Παθ., πάντα συμπεπλήρωται σαρξὶ αὐτόθι 75Α· σ. ἔκ τινων Τίμ. Λοκρ. 105Α, Διόδ. 1. 2. 2) συμπληρῶ, γεμίζω ἐντελῶς, Ἀριστ. περὶ Γεν. καὶ Φθορ. 2. 10, 11· ― Παθ., χωρῶ εἰς συμπλήρωσιν, συμπληροῦμαι, ὁ αὐτ. π. Φυτ. 1. 2, 19, Ἀθην. 671Α.
English (Strong)
from σύν and πληρόω; to implenish completely, i.e. (of space) to swamp (a boat), or (of time) to accomplish (passive, be complete): (fully) come, fill up.
English (Thayer)
(in Acts T WH συνπληρόω (cf. σύν, II. at the end)), συμπλήρω: passive, present infinitive συμπληροῦσθαι; imperfect συνεπληρουμην; from Herodotus down;
1. to fill completely: συνεπληροῦντο (R. V. they were filling with water), of the navigators (as sometimes in Greek writings what holds of the ship is applied to those on board; cf. Kypke, Observations, i., p. 248), to complete entirely, be fulfilled: of time (see πληρόω, 2b. ἆ.), passive, R. V. well nigh come); Acts 2:1.
Greek Monotonic
συμπληρόω: μέλ. -ώσω,
I. συμβάλλω στην πλήρωση, στο γέμισμα, συμπληρόω τοῖσι Ἀθηναίοισι τὰς νέας, βοηθώ τους Αθηναίους να επανδρώσουν τα πλοία, σε Ηρόδ.
II. γεμίζω εντελώς, ξυμπληρόω ἑξήκοντα ναῦς, επανδρώνω πλήρως εξήντα πλοία, σε Θουκ.
Middle Liddell
fut. ώσω
I. to help to fill, ς. τοῖσι Ἀθηναίοισι τὰς νέας to help them in manning the ships, Hdt.
II. to fill up, ξ. ἑξήκοντα ναῦς to man them fully, Thuc.
Chinese
原文音譯:sumplhrÒw 沁-普累羅哦
詞類次數:動詞(3)
原文字根:共同-充滿 相當於: (מָלֵא / מָלָה)
字義溯源:完全裝滿,成為全然豐滿,滿了水,到,完全;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(πληρόω)=使其充滿)組成,其中 (πληρόω)出自(πλήρης)=滿的,滿溢的),而 (πλήρης)又出自(πίμπλημι)*=充滿)。參讀 (ἀνταναπληρόω)同義字參讀 (πληρόω)同源字
出現次數:總共(3);路(2);徒(1)
譯字彙編:
1) 到了(1) 徒2:1;
2) 到(1) 路9:51;
3) 就滿了水(1) 路8:23