ὑποφρίσσω: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_5)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποφρίσσω''': Ἀττ. -ττω, [[φρίσσω]] ὀλίγον, κατέχομαι ὑπὸ μικρᾶς φρικιάσεως, Λουκ. Περεγρ. 39, [[Ζεὺς]] Ἐλεγχόμ. 4, [[ὑπὲρ]] τῶν Εἰκόνων 12. 2) μετ’ αἰτ., [[αἰσθάνομαι]] μυστικὸν ἢ κρύφιον φόβον ἐνώπιόν τινος, ὑποφρίσσοντες ἄνακτα Εὐφορίων παρ’ Ἀθην. 262D (Ἀποσπ. 73).
|lstext='''ὑποφρίσσω''': Ἀττ. -ττω, [[φρίσσω]] ὀλίγον, κατέχομαι ὑπὸ μικρᾶς φρικιάσεως, Λουκ. Περεγρ. 39, [[Ζεὺς]] Ἐλεγχόμ. 4, [[ὑπὲρ]] τῶν Εἰκόνων 12. 2) μετ’ αἰτ., [[αἰσθάνομαι]] μυστικὸν ἢ κρύφιον φόβον ἐνώπιόν τινος, ὑποφρίσσοντες ἄνακτα Εὐφορίων παρ’ Ἀθην. 262D (Ἀποσπ. 73).
}}
{{bailly
|btext=éprouver un frisson, un mouvement d’effroi.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[φρίσσω]].
}}
}}