ὑποφρίσσω
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
English (LSJ)
Att. ὑποφρίττω,
A to be rather bristly, γενειὰς ὑποφρίττουσα Philostr.Jun.Im.8; shudder a little, Luc.Peregr.39, JConf.4, Pr.Im. 12, Aët.12.68; of an artery, Archig. ap. Gal.8.90.
2 c. acc., feel dread before or of, Euph.78, Gal.UP14.4.
3 bristle, πολιῇσιν ἐθείραις Nonn. D. 35.55.
French (Bailly abrégé)
éprouver un frisson, éprouver un mouvement d'effroi.
Étymologie: ὑπό, φρίσσω.
German (Pape)
att. ὑποφρίττω (s. φρίσσω), ein wenig schandern, sich ein wenig od. insgeheim fürchten, τινά, Euphorio bei Ath. VI.263e, vor Einem; Luc. imag. 12, Peregrin. 39.
Russian (Dvoretsky)
ὑποφρίσσω: атт. ὑποφρίττω немного дрожать, содрогаться Plut., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποφρίσσω: Ἀττ. -ττω, φρίσσω ὀλίγον, κατέχομαι ὑπὸ μικρᾶς φρικιάσεως, Λουκ. Περεγρ. 39, Ζεὺς Ἐλεγχόμ. 4, ὑπὲρ τῶν Εἰκόνων 12. 2) μετ’ αἰτ., αἰσθάνομαι μυστικὸν ἢ κρύφιον φόβον ἐνώπιόν τινος, ὑποφρίσσοντες ἄνακτα Εὐφορίων παρ’ Ἀθην. 262D (Ἀποσπ. 73).
Greek Monolingual
Α
1. τρομάζω λίγο
2. αισθάνομαι κρυφό φόβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + φρίσσω «ταράζομαι, ανατριχιάζω, φοβάμαι»].
Greek Monotonic
ὑποφρίσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, ριγώ, τρέμω, ανατριχιάζω από φόβο ελαφρά, σε Λουκ.