ἐξεργαστικός: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_11)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξεργαστικός''': ή, ον, ἱκανὸς [[ὅπως]] κατορθώσῃ τι, τινος Ξεν. Ἀπομν. 4. 1, 4 (ἐν τῷ ὑπερθ.), Πολύβ. 15. 37, 1. -Ἐπίρρ. ἐκ τοῦ συγκριτ., ἐξεργαστικωτέρως, [[μετὰ]] μείζονος ἐπεξεργασίας, Κορνοῦτος περὶ Θεῶν Φύσ. 32, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἐπιτετμημένως]].
|lstext='''ἐξεργαστικός''': ή, ον, ἱκανὸς [[ὅπως]] κατορθώσῃ τι, τινος Ξεν. Ἀπομν. 4. 1, 4 (ἐν τῷ ὑπερθ.), Πολύβ. 15. 37, 1. -Ἐπίρρ. ἐκ τοῦ συγκριτ., ἐξεργαστικωτέρως, [[μετὰ]] μείζονος ἐπεξεργασίας, Κορνοῦτος περὶ Θεῶν Φύσ. 32, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἐπιτετμημένως]].
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />propre à exécuter;<br /><i>Sp.</i> ἐξεργαστικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξεργάζομαι]].
}}
}}