ἐξεργαστικός
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
ἐξεργαστική, ἐξεργαστικόν,
A able to accomplish, τινός X.Mem.4.1.4 (in Sup.), Plb.15.37.1; τὸ ἐ. τοῦ λόγου diligent inquiry, A.D.Synt.312.9.
II Adv. ἐξεργαστικῶς = elaborately, in detail, Phld.Rh.1.156S., Piet.19: Comp. ἐξεργαστικώτερον Corn. ND35, A.D.Synt.282.10.
German (Pape)
[Seite 877] ή, όν, zum Ausarbeiten, Vollenden geschickt, ὧν ἂν ἐγχειρῶσιν ἐξεργαστικώτατοι Xen. Mem. 4, 1, 4; Pol. 15, 37.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à exécuter;
Sp. ἐξεργαστικώτατος.
Étymologie: ἐξεργάζομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐξεργαστικός: способный совершить или довести до конца (τολμηρὸς καὶ τοῦ προτεθέντος ἐ. Polyb.; ἐρρωμενέστατοι ταῖς ψυχαῖς καὶ ἐξεργαστικώτατοι Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξεργαστικός: ή, ον, ἱκανὸς ὅπως κατορθώσῃ τι, τινος Ξεν. Ἀπομν. 4. 1, 4 (ἐν τῷ ὑπερθ.), Πολύβ. 15. 37, 1. -Ἐπίρρ. ἐκ τοῦ συγκριτ., ἐξεργαστικωτέρως, μετὰ μείζονος ἐπεξεργασίας, Κορνοῦτος περὶ Θεῶν Φύσ. 32, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐπιτετμημένως.
Greek Monolingual
ἐξεργαστικός, -ή, -όν (Α) εξεργασία
1. αυτός που δείχνει ζήλο για εξεργασία («ἐξεργαστικωτάτους ὧν ἄν ἐγχειρῶσι», Ξεν.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐξεργαστικόν
η εκζήτηση.
Greek Monotonic
ἐξεργαστικός: -ή, -όν, αυτός που είναι ικανός να κατορθώσει κάτι, τινος, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἐξεργαστικός, ή, όν [from ἐξεργάζομαι adj
able to accomplish, τινος Xen.