3,272,956
edits
(6_13b) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπέρχομαι''': μέλλ. -ελεύσομαι (ἀλλ’ ὁ Ἀττ. μέλλ. [[εἶναι]] [[ἄπειμι]]): πρκμ. -ελήλυθα· ἀόρ. -ῆλθον: ἀποθετ.: Ἀπέρχομαι, ἀναχωρῶ, [[μετὰ]] γεν., ἐξ οὗ [[κεῖθεν]] [[ἔβην]] καὶ ἐμῆς ἀπελήλυθα πάτρης Ἰλ. Ω. 766· οἴκου Ὀδ. Β. 136, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 1165, κτλ.· ἄπελθε τοῦ λόγου τούτου Εὐρ. Ι. Τ. 546· [[ὡσαύτως]], ἀπ. ἀπὸ βουλευτηρίου Θουκ. 8. 92· ἐκ χώρας ὁ αὐτ. 1, 89, κτλ.· καὶ μεταφ. ἐκ δακρύων τ’ ἄπελθε, κεἰ μάλ’ ἀθλίως ἔχομεν, ἄφες τὰ δάκρυα κτλ., Εὐρ. Ὀρ. 295. 2) [[ὁπόταν]] συντάσσηται [[μετὰ]] τῆς προθ. εἰς, ἐννοεῖται [[ἀναχώρησις]] ἀπό τινος τόπου καὶ [[ἄφιξις]] εἰς ἕτερον, ἀπ. ἐς τὰς Σάρδις Ἡρόδ. 1. 22, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 818· ἀπ. εἰς τόπον οἰκήσων Ἀνδοκ. 30. 30· [[παρά]] τινα Λουκ. Τίμ. 11· ἀπ. ἐπ’ οἴκου, ἀναχωρῶ, πορεύομαι πρὸς τὴν πατρίδα, Θουκ. 1. 92· ἀπέρχεται… [[οἴκαδε]] Ἄρχιππ. ἐν «Ρίνωνι», 1 κ. ἀλλ.· ἀπ. εἰς τὴν ἀρχαίαν φύσιν, [[ἐπανέρχομαι]], Πλάτ. Συμπ. 193C· ἀπῆλθεν [[ὅθεν]] ἦλθεν, ὑπέστρεψεν εἰς τὸν τόπον ἐξ οὖ ἦλθε, Μένανδ. ἐν «Ὑποβολιμαίῳ» 2. 3. 3) ἀπολ., Ἡρόδ. 1. 199, Εὐρ. Ἄλκ. 379, Θουκ. 1. 24, κτλ.· ταχεῖ’ ἀπέρχεται (ἐνν. ἡ [[νόσος]]), Σοφ. Φ. 808· κᾆτ’ ὀφλὼν ἀπ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 689· ἄπελθε τουτονὶ λαβών, λάβε· τοῦτον ἐδῶ, καὶ πήγαινε, ὁ αὐτ. Ὄρν. 948· ἀπελθόντος ἐνιαυτοῦ Πλάτ. Νόμ. 954D. 4) [[μετὰ]] μετοχ., ἀπ. νικῶν, [[ἐξέρχομαι]] [[νικητής]], Ἀριστείδ. 2. 2, κτλ., πρβλ. Πλουτ. Ἀγησ. 7, ΙΙ. [[ἀπέρχομαι]] τοῦ βίου, Διογ. Λ. 3. 6, [[ἔνθα]] ἴδε Κασαβ., Ἀνθ. ΙΙ. 11. 335, Πρβλ. Φίλωνα 1. 513. | |lstext='''ἀπέρχομαι''': μέλλ. -ελεύσομαι (ἀλλ’ ὁ Ἀττ. μέλλ. [[εἶναι]] [[ἄπειμι]]): πρκμ. -ελήλυθα· ἀόρ. -ῆλθον: ἀποθετ.: Ἀπέρχομαι, ἀναχωρῶ, [[μετὰ]] γεν., ἐξ οὗ [[κεῖθεν]] [[ἔβην]] καὶ ἐμῆς ἀπελήλυθα πάτρης Ἰλ. Ω. 766· οἴκου Ὀδ. Β. 136, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 1165, κτλ.· ἄπελθε τοῦ λόγου τούτου Εὐρ. Ι. Τ. 546· [[ὡσαύτως]], ἀπ. ἀπὸ βουλευτηρίου Θουκ. 8. 92· ἐκ χώρας ὁ αὐτ. 1, 89, κτλ.· καὶ μεταφ. ἐκ δακρύων τ’ ἄπελθε, κεἰ μάλ’ ἀθλίως ἔχομεν, ἄφες τὰ δάκρυα κτλ., Εὐρ. Ὀρ. 295. 2) [[ὁπόταν]] συντάσσηται [[μετὰ]] τῆς προθ. εἰς, ἐννοεῖται [[ἀναχώρησις]] ἀπό τινος τόπου καὶ [[ἄφιξις]] εἰς ἕτερον, ἀπ. ἐς τὰς Σάρδις Ἡρόδ. 1. 22, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 818· ἀπ. εἰς τόπον οἰκήσων Ἀνδοκ. 30. 30· [[παρά]] τινα Λουκ. Τίμ. 11· ἀπ. ἐπ’ οἴκου, ἀναχωρῶ, πορεύομαι πρὸς τὴν πατρίδα, Θουκ. 1. 92· ἀπέρχεται… [[οἴκαδε]] Ἄρχιππ. ἐν «Ρίνωνι», 1 κ. ἀλλ.· ἀπ. εἰς τὴν ἀρχαίαν φύσιν, [[ἐπανέρχομαι]], Πλάτ. Συμπ. 193C· ἀπῆλθεν [[ὅθεν]] ἦλθεν, ὑπέστρεψεν εἰς τὸν τόπον ἐξ οὖ ἦλθε, Μένανδ. ἐν «Ὑποβολιμαίῳ» 2. 3. 3) ἀπολ., Ἡρόδ. 1. 199, Εὐρ. Ἄλκ. 379, Θουκ. 1. 24, κτλ.· ταχεῖ’ ἀπέρχεται (ἐνν. ἡ [[νόσος]]), Σοφ. Φ. 808· κᾆτ’ ὀφλὼν ἀπ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 689· ἄπελθε τουτονὶ λαβών, λάβε· τοῦτον ἐδῶ, καὶ πήγαινε, ὁ αὐτ. Ὄρν. 948· ἀπελθόντος ἐνιαυτοῦ Πλάτ. Νόμ. 954D. 4) [[μετὰ]] μετοχ., ἀπ. νικῶν, [[ἐξέρχομαι]] [[νικητής]], Ἀριστείδ. 2. 2, κτλ., πρβλ. Πλουτ. Ἀγησ. 7, ΙΙ. [[ἀπέρχομαι]] τοῦ βίου, Διογ. Λ. 3. 6, [[ἔνθα]] ἴδε Κασαβ., Ἀνθ. ΙΙ. 11. 335, Πρβλ. Φίλωνα 1. 513. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> [[ἄπειμι]], <i>ao.</i> ἀπῆλθον, <i>pf.</i> ἀπελήλυθα;<br />s’en aller, s’éloigner, partir : ἀπ. [[ἐκ]] [[τοῦ]] βίου LUC quitter la vie ; <i>fig.</i> ἀπ. [[τοῦ]] λόγου EUR cesser de parler ; ἀπέρχεται (ἡ [[νόσος]]) SOPH (le mal) disparaît.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἔρχομαι]]. | |||
}} | }} |