ἀπέρχομαι
English (LSJ)
fut. απελεύσομαι (Att. fut. ἄπειμι): pf. απελήλυθα: aor. απῆλθον:—
A go away, depart from, c. gen., πάτρης Il.24.766; οἴκου Od. 2.136, cf. S.OC1165, etc.; λόγου E.IT546; ἀπέρχομαι ἀπὸ τοῦ βουλευτηρίου Th.8.92; ἐκ τῆς χώρας Id.1.89, etc.: metaph., ἀπέρχομαι ἐκ δακρύων cease from tears. E.Or.205.
2 with εἰς, implying departure from one place and arrival at another, ἀπέρχομαι ἐς τὰς Σάρδις Hdt.1.22; ἀπέρχομαι εἰς Θουρίους οἰκήσοντες And.4.12; παρά τινα Luc.Tim.11; ἀπέρχομαι ἐπ' οἴκου = depart homewards, Th.1.92; ἀθῷος οἴκαδε Archipp.40; ἀπῆλθεν ὅθεν.. went back to the place whence he came, Men.481.3: metaph., ἀπέρχομαι εἰς τὴν ἀρχαίαν φύσιν Pl.Smp. 193c.
3 abs., Hdt.1.199, etc.; ταχεῖ' ἀπέρχεται (sc. ἡ νόσος) S.Ph.808; κᾷτ' ὀφλὼν ἀ. Ar.Ach.689; ἄπελθε τουτονὶ λαβών = take him and be off! Id.Av.948; ἀπελθόντος ἐνιαυτοῦ Pl.Lg.954d; νυκτὸς ἀπερχομένης Arat.315.
4 c. part., ἀπέρχομαι νικῶν = come off conqueror, Aristid.2.2 J., cf.Plu.Ages.7,etc.
5 spread abroad, ἀπῆλθεν ἡ ἀκοὴ αὐτοῦ εἰς Συρίαν Ev.Matt.4.24.
II depart from life, ἀπέρχομαι κάτω E.Alc.379, cf.S.Ant.818(lyr.): abs., D.L.3.6, AP11.335, cf. Ph.1.513, Plot.4.7.15; εἰς τοὺς θεούς PPetr.2p.45 (iii B.C.).
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. ind. dór. ἀπῆνθον Theoc.2.84, ἀπέλθον BGU 824.7 en BL 1.70 (I d.C.), ἀπέρθαν POxy.1874.16 (VI d.C.), part. ἀπενθών Epich.50; plusperf. ἀπηλελύτειν PMich.491.7 (II d.C.)]
I c. suj. de pers.
1 marchar, marcharse, ir, irse, alejarse de c. gen. ἐκ τῆς χώρας Th.1.89, ἐκ τῆς Ῥώμης Plb.31.12.6, ἀπὸ τοῦ βουλευτηρίου Th.8.92
•abs. Hdt.1.199, Hp.Fist.4, E.Hel.458, ἄπελθε vete Ar.Au.948, cf. Isoc.12.83, D.24.139, 25.13, Theoc.12.26, Plu.2.47d, PAnt.198.2, PCair.Isidor.74.12 (IV d.C.)
•c. ac. de dirección marchar, ir a, ir hacia ἐς τὰς Σάρδις Hdt.1.22, cf. 5.73, εἰς Θουρίους οἰκήσοντες And.4.12, εἰς τὴν γῆν LXX Ge.31.13, εἰς τὴν οἰκίαν PAlex.Giss.48.7, παρ' αὐτόν Luc.Tim.11, πρὸς τὸν γεωργόν σου POxy.2680.11 (II/III d.C.), οἴκαδε Archipp.40
•tb. ἐγγὺς τοῦ ἀδελφοῦ BGU 814.30 (II/III d.C.)
•c. gen. y ac. ir, marchar ἔξω τῆς πόλεως ἐπὶ τὴν κορυφὴν τοῦ ὄρους LXX Iu.6.12, ἐκ Νινευη ... ἐπὶ πρόσωπον τοῦ πεδίου LXX Iu.2.21.
2 según el cont. volver οἴκαδε Anacr.107, Theoc.2.84, ὀπίσω Hdt.2.19, ἐπ' οἴκου Th.1.92, αὖθις ἐς κοίτην πάλιν E.Rh.779, πάλιν Isoc.4.70, LXX 2Ma.5.7, ὅθεν ἦλθεν Men.Fr.416.3, ποτὶ τωὔλιον Theoc.11.12
•fig. εἰς τὴν ἀρχαίαν ... φύσιν Pl.Smp.193c.
II c. suj. de pers. fig.
1 marchar, irse, morir ἀ. κάτω E.Alc.379, εἰς τοὺς θεούς PPetr.2.13.19.7 (III a.C.)
•abs. D.L.3.6, AP 11.335, Ph.1.513, οἱ ἀπελθόντες los ausentes, los muertos, los que se han ido Procl.in R.1.151.18, cf. Plot.4.7.15.
2 dejar de, cesar c. gen. λόγου E.IT 546, ἐκ δακρύων E.Or.295.
3 c. part. resultar ὀφλὼν ἀ. resultar condenado Ar.Ach.689, πλέον ἔχοντες ἀ. Isoc.17.57, cf. Plu.Ages.7, ἐρῶν ἀπῆλθες te enamoraste Men.Dysc.52, ἀ. νικῶν Aristid.2.2
•c. adj. pred. ἀ. ἐλεύθερος LXX Ex.21.2.
III c. suj. no de pers.
1 irse, desaparecer τὸ ὑγρὸν ... ἐξ αὐτέων (τῶν φλεβῶν) Hp.Morb.4.51, τὰ φθειρόμενα ... ὅταν ἐκ τῆς αἰσθήσεως ἀπέλθῃ cuando las cosas corruptibles se alejan de la percepción sensible (no son claras), Arist.Metaph.1040a4, ἀπ' αὐτοῦ λέπρα Eu.Marc.1.42
•abs. ἀπέρχεται (ἡ νόσος) S.Ph.808, cf. Hp.Epid.2.2.17.
2 proceder, provenir, producirse (τὸ σπέρμα) ἀπὸ παντὸς τοῦ σώματος Arist.GA 721b9.
3 c. ac. de direcc. extenderse ἡ ἀκοὴ αὐτοῦ εἰς Συρίαν Eu.Matt.4.24.
4 ref. al tiempo pasar νυκτὸς ἀπερχομένης al terminar la noche Arat.315.
French (Bailly abrégé)
f. ἄπειμι, ao. ἀπῆλθον, pf. ἀπελήλυθα;
s'en aller, s'éloigner, partir : ἀπ. ἐκ τοῦ βίου LUC quitter la vie ; fig. ἀπ. τοῦ λόγου EUR cesser de parler ; ἀπέρχεται (ἡ νόσος) SOPH (le mal) disparaît.
Étymologie: ἀπό, ἔρχομαι.
German (Pape)
(ἔρχομαι),
1 abgehen, weggehen, Hom. οἴκου ἀπερχομένη Od. 2.136, ἔνθεν ἀπῆλθεν Il. 17.703, καί οἱ ἀπὸ πραπίδων ἦλθ' ἵμερος ἠδ' ἀπὸ γυίων 24.514, ἐμῆς ἀπελήλυθα (ἀπελήλυθε) πάτρης Il. 24.766, Od. 19.223, 24.310; Tragg. und in Prosa überall; auch von Sachen, τὸ κακὸν ἐκποδὼν ἀπέλθοι Plat. Lys. 220c; ἐνιαυτοῦ ἀπελθόντος Legg. XII.954d. Von Soldaten, überlaufen, παρὰ βασιλέως πρὸς Κῦρον πολλοὶ ἀπῆλθον Xen. An. 1.9.23; Eur. ἄπελθε τοῦ λόγου, laß die Rede, I.T. 5461 ἐκ δακρύων ἄπελθε, laß ab zu weinen, Or. 289; Luc. ἐκ τοῦ βίου somn. 2, verscheiden; auch ohne Zusatz, DL. 3.6; bei Pol. 1.87, vom Amte abtreten.
2 zurückkehren, Plat. Symp. 193c; Dem. 44.33.
Russian (Dvoretsky)
ἀπέρχομαι:
1 уходить, уезжать, тж. удаляться (τινος Hom., Soph., ἀπό и ἔκ τινος Thuc.; ἐς τὴν πόλιν Her.; παρά τινα Luc.);
2 возвращаться (ἐπ᾽ οἴκου Thuc.: εἰς τὴν ἀρχαίαν φύσιν Plat.);
3 оставлять, переставать, прекращать (τοῦ λόγου и ἐκ δακρύων Eur.): ἀπελθεῖν ἐκ τοῦ βίου Luc. умереть;
4 прекращаться, оканчиваться, проходить (ἡ νόσος ἀπέρχεται Soph.): ἀπελθόντος ἐνιαυτοῦ Plat. по истечении года;
5 распространяться (ἀπῆλθεν ἡ ἀκοὴ εἰς ὅλην τὴν Συρίαν NT);
6 умирать Diog. L., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπέρχομαι: μέλλ. -ελεύσομαι (ἀλλ’ ὁ Ἀττ. μέλλ. εἶναι ἄπειμι): πρκμ. -ελήλυθα· ἀόρ. -ῆλθον: ἀποθετ.: Ἀπέρχομαι, ἀναχωρῶ, μετὰ γεν., ἐξ οὗ κεῖθεν ἔβην καὶ ἐμῆς ἀπελήλυθα πάτρης Ἰλ. Ω. 766· οἴκου Ὀδ. Β. 136, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 1165, κτλ.· ἄπελθε τοῦ λόγου τούτου Εὐρ. Ι. Τ. 546· ὡσαύτως, ἀπ. ἀπὸ βουλευτηρίου Θουκ. 8. 92· ἐκ χώρας ὁ αὐτ. 1, 89, κτλ.· καὶ μεταφ. ἐκ δακρύων τ’ ἄπελθε, κεἰ μάλ’ ἀθλίως ἔχομεν, ἄφες τὰ δάκρυα κτλ., Εὐρ. Ὀρ. 295. 2) ὁπόταν συντάσσηται μετὰ τῆς προθ. εἰς, ἐννοεῖται ἀναχώρησις ἀπό τινος τόπου καὶ ἄφιξις εἰς ἕτερον, ἀπ. ἐς τὰς Σάρδις Ἡρόδ. 1. 22, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 818· ἀπ. εἰς τόπον οἰκήσων Ἀνδοκ. 30. 30· παρά τινα Λουκ. Τίμ. 11· ἀπ. ἐπ’ οἴκου, ἀναχωρῶ, πορεύομαι πρὸς τὴν πατρίδα, Θουκ. 1. 92· ἀπέρχεται… οἴκαδε Ἄρχιππ. ἐν «Ρίνωνι», 1 κ. ἀλλ.· ἀπ. εἰς τὴν ἀρχαίαν φύσιν, ἐπανέρχομαι, Πλάτ. Συμπ. 193C· ἀπῆλθεν ὅθεν ἦλθεν, ὑπέστρεψεν εἰς τὸν τόπον ἐξ οὖ ἦλθε, Μένανδ. ἐν «Ὑποβολιμαίῳ» 2. 3. 3) ἀπολ., Ἡρόδ. 1. 199, Εὐρ. Ἄλκ. 379, Θουκ. 1. 24, κτλ.· ταχεῖ’ ἀπέρχεται (ἐνν. ἡ νόσος), Σοφ. Φ. 808· κᾆτ’ ὀφλὼν ἀπ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 689· ἄπελθε τουτονὶ λαβών, λάβε· τοῦτον ἐδῶ, καὶ πήγαινε, ὁ αὐτ. Ὄρν. 948· ἀπελθόντος ἐνιαυτοῦ Πλάτ. Νόμ. 954D. 4) μετὰ μετοχ., ἀπ. νικῶν, ἐξέρχομαι νικητής, Ἀριστείδ. 2. 2, κτλ., πρβλ. Πλουτ. Ἀγησ. 7, ΙΙ. ἀπέρχομαι τοῦ βίου, Διογ. Λ. 3. 6, ἔνθα ἴδε Κασαβ., Ἀνθ. ΙΙ. 11. 335, Πρβλ. Φίλωνα 1. 513.
English (Autenrieth)
aor. ἀπῆλθε, perf. ἀπελήλυθα: come (or go) away, depart; τινός, β 13, Il. 24.766.
English (Abbott-Smith)
ἀπέρχομαι, [in LXX chiefly for הלךְ;]
1.to go away, depart (also, in late writers, with "perfective" force, to arrive at a destination, thethought being carried on to the goal; M, Pr., 111f., 247; MM, s.v.);
(a)absol.: Mt 13:25, al.; ptcp., ἀπελθών, used pleonastically with other verbs as in Heb. (Dalman, Words, 21), Mt 13:28, al.;
(b)with mention of place or person: εἰς, Mt 14:15; ἐπί, Lk 24:24; πρός, Re 10:9; ἀπό, Lk 1:38; ἐξω, Ac 4:15; ἐκεῖ, Mt 2:22.
2.As in LXX, seq. ὀπίσω, c. gen. (Heb. הָלַךְ אַחֲרֵי), to go after, follow: Mk 1:20, Jo 12:19; metaph., Mk 1:42, Re 21:1.
English (Strong)
from ἀπό and ἔρχομαι; to go off (i.e. depart), aside (i.e. apart) or behind (i.e. follow), literally or figuratively: come, depart, go (aside, away, back, out, … ways), pass away, be past.
English (Thayer)
future ἀπελεύσομαι (Winer's Grammar, 86 (82)); 2nd aorist ἀπῆλθον (ἀπῆλθα in R G Tr ἀπῆλθον), ἀπῆλθαν L T Tr WH in WH text only), etc., and WH in Winer's Grammar, § 13,1; Mullach, p. 17f. (226); Buttmann, 39 (34); (Sophocles Lexicon, p. 38; Tdf. Proleg., p. 123; WH s Appendix, p. 164 f; Kuenen and Cobet, N.T., p. lxiv.; Scrivener, Introduction, p. 562; Collation, etc., p. liv. following)); perfect ἀπεληλυθα (ἀπεληλύθειν (Homer down); to go away (from a place), to depart;
1. properly,
a. absolutely: ἀπελθών with indicative or subjunctive of other verbs in past time to go (away) and etc.: εἰς with the accusative of place, L T Tr WH; εἰς ὁδόν ἐθνῶν, εἰς τό πέραν, δἰ ὑμῶν ... εἰς Μακεδονίαν, ἐπί with the accusative of place, Luke (R G T); ἐπί with the accusative of the business which one goes to attend to: ἐπί (the true reading for R G εἰς) τήν ἐμπορίαν αὐτοῦ, ἐκεῖ, ἔξω with the genitive, πρός τινα, ); ἀπό τίνος, אַחֲרֵי הָלַך) ἀπέρχεσθαι ὀπίσω τίνος, to go away in order to follow anyone, go after him figuratively, i. e. to follow his party, follow him as a leader: ἀπέρχεσθαι πρός τινα, Xenophon, an. 1,9, 16 (29); used also of those who seek anyone for vile purposes, Suidas, 'ἀπέλθῃ. ἀντί τοῦ ἐπανελθη') incorrectly ascribe to ἀπέρχεσθαι also the idea of returning, going back — misled by the fact that a going away is often at the same time a going back. But where this is the case, it is made evident either by the connection, as in εἰς τόν οἶκον αὐτοῦ, οἴκαδε, Xenophon, Cyril 1,3, 6); πρός ἑαυτόν (Treg. πρός αὐτόν) home, R G, but L Tr brackets T WH reject the verse); T Tr πρός αὐτούς, WH πρός αὐτόν (see αὑτοῦ)); εἰς τά ὀπίσω, ἡ λέπρα ἀπῆλθεν ἀπ' αὐτοῦ); R G); of an evanescent state of things, παρῆλθε), 4; of a report going forth or spread εἰς, Treg. marginal reading ἐξῆλθεν).
Greek Monolingual
(AM ἀπέρχομαι)
1. φεύγω, απομακρύνομαι
2. πεθαίνω
μσν.
1. προχωρώ
2. περιοδεύω
3. εκστρατεύω
αρχ.
1. «ἀπέρχομαι εἰς ἢ παρὰ τινα» — φεύγω από έναν τόπο και φθάνω σε άλλον
3. μτφ. «ἀπέρχομαι ἔκ τινος» — σταματώ («ἐκ δακρύων ἄπελθε» — σταμάτα τα δάκρυα, Ευριπ.)
4. εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («...καὶ ἀπῆλθεν ἡ ἀκοὴ αὐτοῦ εἰς ὅλην τὴν Συρίαν», Κ.Δ.).
Greek Monotonic
ἀπέρχομαι: μέλ. -ελεύσομαι (ο Αττ. μέλ. όμως είναι ἄπειμι)· παρακ. -ελήλυθα, αόρ. -ῆλθον· αποθ.·
1. απέρχομαι, αποχωρώ από, αναχωρώ, με γεν., σε Όμηρ., Αττ.· ἀπὸ ή ἐκ τόπου, σε Θουκ.
2. όταν συντάσσεται με την πρόθ. εἰς, υπονοείται η αναχώρηση από έναν τόπο και η άφιξη σε κάποιον άλλο, ἀπέρχομαι ἐς τὰς Σάρδις, σε Ηρόδ. κ.λπ.
3. απόλ., αναχωρώ, αποχωρώ, στον ίδ., Θουκ. κ.λπ.· αναχωρώ από την ζωή, πεθαίνω, σε Ανθ.
Middle Liddell
1. to go away, depart from, c. gen., Hom., Attic; ἀπό or ἐκ τόπου Thuc.
2. when used with εἰς, departure from one place and arrival at another is implied, ἀπ. ἐς Σάρδις Hdt., etc.
3. absol. to depart, Hdt., Thuc., etc.: to depart from life, Anth.
Chinese
原文音譯:¢pšrcomai 阿普-誒而何買
詞類次數:動詞(120)
原文字根:從-來 相當於: (בֹּוא / לָבֹא) (שׁוּב)
字義溯源:離去,離開,離,去,過去,走,終止,出去-傳,去尋找,渡,往,退,跑,落,進;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(ἔρχομαι)*=來)組成。新約開始時,這字用來描述主耶穌的行程,自嬰孩起( 太2:22),直到他末一次上耶路撒冷。到新約的末了( 啓21:1,
4)就說看見新天新地,因為先前的天地已經過去了;也不再有死亡,悲哀,因以前的事都過去了(ἀπέρχομαι))
同源字:1) (ἀπέρχομαι)傳 2) (ἔρχομαι)來 參讀 (ἀναλύω)同義字
出現次數:總共(118);太(35);可(23);路(20);約(21);徒(7);羅(1);加(1);雅(1);猶(1);啓(8)
譯字彙編:
1) 去(29) 太8:21; 太14:16; 太16:21; 太18:30; 太25:10; 太25:18; 太25:25; 太26:42; 太27:5; 可1:20; 可1:35; 可6:37; 可14:10; 可14:39; 路5:14; 路8:31; 路9:59; 路9:60; 路24:24; 約4:3; 約4:28; 約5:15; 約11:46; 約16:7; 徒4:15; 徒5:26; 猶1:7; 啓12:17; 啓16:2;
2) 走了(9) 太13:25; 太19:22; 太22:5; 太22:22; 可10:22; 可12:12; 路7:24; 路10:30; 雅1:24;
3) 去了(8) 太26:44; 可8:13; 路1:38; 路19:32; 約4:8; 約12:19; 約20:10; 徒9:17;
4) 離(6) 可1:42; 可5:17; 路2:15; 路5:13; 路8:37; 約12:36;
5) 他⋯去(4) 太21:30; 可5:24; 可6:27; 約10:40;
6) 就去(3) 太13:46; 可16:13; 約4:47;
7) 他們⋯去(3) 太14:15; 太28:10; 可6:36;
8) 他去(2) 路22:4; 約9:7;
9) 他們去了(2) 可11:4; 路22:13;
10) 往(2) 可7:24; 加1:17;
11) 過去了(2) 啓9:12; 啓11:14;
12) 往⋯去(2) 太2:22; 可6:46;
13) 渡(2) 太8:18; 約6:1;
14) 我⋯去(2) 約16:7; 啓10:9;
15) 他們⋯往(1) 可6:32;
16) 他⋯走了(1) 可5:20;
17) 他們⋯來(1) 可3:13;
18) 我到⋯去(1) 太26:36;
19) 要⋯去(1) 太25:46;
20) 她們⋯離(1) 太28:8;
21) 他⋯去了(1) 太16:4;
22) 回⋯去(1) 路5:25;
23) 我們還⋯從(1) 約6:68;
24) 離開⋯去(1) 約11:54;
25) 他們就⋯退(1) 約18:6;
26) 我要⋯去(1) 羅15:28;
27) 退⋯去(1) 約6:66;
28) 你們⋯出去(1) 路17:23;
29) 到⋯去(1) 可14:12;
30) 他回⋯去了(1) 路1:23;
31) 你們⋯走(1) 太10:5;
32) 你往⋯去(1) 路9:57;
33) 她⋯回(1) 可7:30;
34) 就走了(1) 徒28:29;
35) 他就去了(1) 太21:29;
36) 就去了(1) 太27:60;
37) 落(1) 可9:43;
38) 他走(1) 路8:39;
39) 進去了(1) 太20:4;
40) 我們去(1) 太13:28;
41) 下(1) 太5:30;
42) 進(1) 太8:32;
43) 跑(1) 太8:33;
44) 走回(1) 太9:7;
45) 回去了(1) 路24:12;
46) 去的(1) 約6:22;
47) 傳(1) 太4:24;
48) 已離(1) 啓18:14;
49) 已過去了(1) 啓21:1;
50) 都過去了(1) 啓21:4;
51) 護(1) 徒23:32;
52) 他們離(1) 徒16:39;
53) 我去(1) 約9:11;
54) 回去(1) 約11:28;
55) 離去(1) 徒10:7;
56) 你⋯去(1) 太8:19