ἀποκαθαίρω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποκαθαίρω''': μέλλ. -ᾰρῶ, [[καθαρίζω]], «σφογγίζω», εὐθὺς ἀποκαθαίρεις [-ει] τὴν χεῖρα εἰς τὰ χειρόμακτρα, εὐθὺς σφογγίζεις..., Ξεν. Κύρ. 1. 3, 5· ἀποκάθαιρε τὰς τραπέζας [[ταύτῃ]] Ἀριστοφ. Εἰρ. 1193· τοῖς προσθίοις ἀπ. σκέλεσιν, ἐπὶ μυιῶν, Ἀριστ. π. Ζ. μορ. Ζ. 4. 6, 14: - Παθ., ὁ αὐτ. Προβλ. 31. 9: - Μέσ., [[καθαρίζω]] ἐμαυτόν, [[αὐτόθι]] 4. 30. 2) [[καθαρίζω]] [[μέταλλον]] διὰ τήξεως «λαγαρίζω», Στράβ. 399· [[ῥητίνη]] ἀποκεκαθαρμένη, «καθαρισμένη», Διοσκ. 1. 24· μεταφ. ἀποκεκαθάρθαι τὴν φωνὴν εἰς τὸ ἀκριβέστερον, λαλεῖν τὴν γλῶσσαν καθαρῶς ἐπὶ τὸ ἀκριβέστερον, Λουκ. π. δ. Ἱστ. συγγ. 21. ΙΙ. μεταφ., ἀπομακρύνω, [[μεταβιβάζω]], τὰς μὲν βαναύσους ἀποκαθαίρουσα τέχνας εἰς μετοίκων χεῖρας Πλουτ. Λυκ. καὶ Νουμ. Σύγκρ. 2: ἐνεργῶ ὡς καθαρτικόν, [[θεραπεύω]], ἴκτερόν τε ἀποκαθαίρει Διοσκ. 4. 63: - Παθ. θεραπεύομαι διὰ καθαρσίου, Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 16· ἢ [[ἐξέρχομαι]] ὡς [[ἀποκάθαρμα]], πληρούμενος τῶν ἀποκαθαιρομένων Πλάτ. Τίμ. 72C: [[καθόλου]], ἀπαλλάττομαί τινος, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 6, 9, Ἱστ. Ζ. 6. 14, 7: - Μέσ. ἀποκαθήρασθαί τι, ἀπαλλαγῆναί τινος πράγματος, Τίμ. Λοκρ. 104Β· τινός, ἀπαλλάσσομαί τινος, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 27.
|lstext='''ἀποκαθαίρω''': μέλλ. -ᾰρῶ, [[καθαρίζω]], «σφογγίζω», εὐθὺς ἀποκαθαίρεις [-ει] τὴν χεῖρα εἰς τὰ χειρόμακτρα, εὐθὺς σφογγίζεις..., Ξεν. Κύρ. 1. 3, 5· ἀποκάθαιρε τὰς τραπέζας [[ταύτῃ]] Ἀριστοφ. Εἰρ. 1193· τοῖς προσθίοις ἀπ. σκέλεσιν, ἐπὶ μυιῶν, Ἀριστ. π. Ζ. μορ. Ζ. 4. 6, 14: - Παθ., ὁ αὐτ. Προβλ. 31. 9: - Μέσ., [[καθαρίζω]] ἐμαυτόν, [[αὐτόθι]] 4. 30. 2) [[καθαρίζω]] [[μέταλλον]] διὰ τήξεως «λαγαρίζω», Στράβ. 399· [[ῥητίνη]] ἀποκεκαθαρμένη, «καθαρισμένη», Διοσκ. 1. 24· μεταφ. ἀποκεκαθάρθαι τὴν φωνὴν εἰς τὸ ἀκριβέστερον, λαλεῖν τὴν γλῶσσαν καθαρῶς ἐπὶ τὸ ἀκριβέστερον, Λουκ. π. δ. Ἱστ. συγγ. 21. ΙΙ. μεταφ., ἀπομακρύνω, [[μεταβιβάζω]], τὰς μὲν βαναύσους ἀποκαθαίρουσα τέχνας εἰς μετοίκων χεῖρας Πλουτ. Λυκ. καὶ Νουμ. Σύγκρ. 2: ἐνεργῶ ὡς καθαρτικόν, [[θεραπεύω]], ἴκτερόν τε ἀποκαθαίρει Διοσκ. 4. 63: - Παθ. θεραπεύομαι διὰ καθαρσίου, Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 16· ἢ [[ἐξέρχομαι]] ὡς [[ἀποκάθαρμα]], πληρούμενος τῶν ἀποκαθαιρομένων Πλάτ. Τίμ. 72C: [[καθόλου]], ἀπαλλάττομαί τινος, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 6, 9, Ἱστ. Ζ. 6. 14, 7: - Μέσ. ἀποκαθήρασθαί τι, ἀπαλλαγῆναί τινος πράγματος, Τίμ. Λοκρ. 104Β· τινός, ἀπαλλάσσομαί τινος, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 27.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> nettoyer : τὴν χεῖρα [[εἰς]] τὰ χειρόμακτρα XÉN s’essuyer la main aux serviettes ; <i>Pass.</i> redevenir pur <i>ou</i> brillant <i>en parl. de la lune après une éclipse</i>;<br /><b>2</b> rendre pur ; <i>fig.</i> ἀποκεκαθάρθαι τὴν φωνήν LUC parler une langue pure;<br /><b>3</b> rejeter comme impur, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀποκαθαίρομαι se purifier : τινός de qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[καθαίρω]].
}}
}}