Anonymous

ἀποκαθαίρω: Difference between revisions

From LSJ
6_13b
(13_6a)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0305.png Seite 305]] abwaschen, reinigen, τὴν χεῖρα ἐς τὰ χειρόμακτρα Xen. Cyr. 1, 3, 5; übertr., τὰς βαναύσους τέχνας εἰς οἰκετῶν χεῖρας Plut. Lyc. et Num. 2; abstreifen, [[κέλυφος]] Arist. – Med., sich reinigen, bes. durch Sühnopfer; sich befreien von etwas, ψευδέος δόξας Tim. Locr. 104 b; ἀποκαθαροῦνται τῆς κακίας Xen. Cyr. 2, 2, 27; ἡ [[σελήνη]] ἀποκαθαιρομένη, nach einer Mondfinsterniß, Plut. Aemil. 17; τὸ ἀποκεκαθάρθαι τὴν φωνήν, das Reinerhalten des Dialekts, Luc. consor. hist. 21.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0305.png Seite 305]] abwaschen, reinigen, τὴν χεῖρα ἐς τὰ χειρόμακτρα Xen. Cyr. 1, 3, 5; übertr., τὰς βαναύσους τέχνας εἰς οἰκετῶν χεῖρας Plut. Lyc. et Num. 2; abstreifen, [[κέλυφος]] Arist. – Med., sich reinigen, bes. durch Sühnopfer; sich befreien von etwas, ψευδέος δόξας Tim. Locr. 104 b; ἀποκαθαροῦνται τῆς κακίας Xen. Cyr. 2, 2, 27; ἡ [[σελήνη]] ἀποκαθαιρομένη, nach einer Mondfinsterniß, Plut. Aemil. 17; τὸ ἀποκεκαθάρθαι τὴν φωνήν, das Reinerhalten des Dialekts, Luc. consor. hist. 21.
}}
{{ls
|lstext='''ἀποκαθαίρω''': μέλλ. -ᾰρῶ, [[καθαρίζω]], «σφογγίζω», εὐθὺς ἀποκαθαίρεις [-ει] τὴν χεῖρα εἰς τὰ χειρόμακτρα, εὐθὺς σφογγίζεις..., Ξεν. Κύρ. 1. 3, 5· ἀποκάθαιρε τὰς τραπέζας [[ταύτῃ]] Ἀριστοφ. Εἰρ. 1193· τοῖς προσθίοις ἀπ. σκέλεσιν, ἐπὶ μυιῶν, Ἀριστ. π. Ζ. μορ. Ζ. 4. 6, 14: - Παθ., ὁ αὐτ. Προβλ. 31. 9: - Μέσ., [[καθαρίζω]] ἐμαυτόν, [[αὐτόθι]] 4. 30. 2) [[καθαρίζω]] [[μέταλλον]] διὰ τήξεως «λαγαρίζω», Στράβ. 399· [[ῥητίνη]] ἀποκεκαθαρμένη, «καθαρισμένη», Διοσκ. 1. 24· μεταφ. ἀποκεκαθάρθαι τὴν φωνὴν εἰς τὸ ἀκριβέστερον, λαλεῖν τὴν γλῶσσαν καθαρῶς ἐπὶ τὸ ἀκριβέστερον, Λουκ. π. δ. Ἱστ. συγγ. 21. ΙΙ. μεταφ., ἀπομακρύνω, [[μεταβιβάζω]], τὰς μὲν βαναύσους ἀποκαθαίρουσα τέχνας εἰς μετοίκων χεῖρας Πλουτ. Λυκ. καὶ Νουμ. Σύγκρ. 2: ἐνεργῶ ὡς καθαρτικόν, [[θεραπεύω]], ἴκτερόν τε ἀποκαθαίρει Διοσκ. 4. 63: - Παθ. θεραπεύομαι διὰ καθαρσίου, Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 16· ἢ [[ἐξέρχομαι]] ὡς [[ἀποκάθαρμα]], πληρούμενος τῶν ἀποκαθαιρομένων Πλάτ. Τίμ. 72C: [[καθόλου]], ἀπαλλάττομαί τινος, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 6, 9, Ἱστ. Ζ. 6. 14, 7: - Μέσ. ἀποκαθήρασθαί τι, ἀπαλλαγῆναί τινος πράγματος, Τίμ. Λοκρ. 104Β· τινός, ἀπαλλάσσομαί τινος, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 27.
}}
}}