ἀρχιερατικός: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_11)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρχιερατικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς ἀρχιερέα, καὶ ὅσοι ἦσαν ἐκ γένους ἀρχιερατικοῦ Πράξ. Ἀπ. δ΄, 6, πρβλ. Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 15. 3. 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 4363. 2) [[ἐπισκοπικός]], Συν. Ἐπιστ. 97 κτλ.
|lstext='''ἀρχιερατικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς ἀρχιερέα, καὶ ὅσοι ἦσαν ἐκ γένους ἀρχιερατικοῦ Πράξ. Ἀπ. δ΄, 6, πρβλ. Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 15. 3. 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 4363. 2) [[ἐπισκοπικός]], Συν. Ἐπιστ. 97 κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> de grand-prêtre, pontifical <i>en parl. du grand-prêtre des Juifs</i>;<br /><b>2</b> épiscopal.<br />'''Étymologie:''' [[ἀρχιεράομαι]].
}}
}}