ἀρχιερατικός
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
English (LSJ)
ἀρχιερατική, ἀρχιερατικόν, of the ἀρχιερεύς (of the high-priest, of the high priest), ἐκ γένους ἀ. Act.Ap.4.6, cf. J.AJ15.3.1, OGI470.21, Jahresh.15.51, etc.; θρόνοι Just.Nov. 42.1.1.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1en cultos provinciales imperiales de grandes sacerdotes ref. a la línea familiar γένος TAM 3.55.11 (Termeso II/III d.C.), συνγε[νι] κοῖς ἀρχιερατικοῖς στεφάνοις κεκοσμῆσθαι OGI 470.21
•de pers. de familia de grandes sacerdotes Ἰο[ύ] νιος Λ[ο] υκιανὸς ἀ. IGBulg.2.632.14, cf. 15 (Nicópolis del Istro III d.C.).
2 en el culto judío de sumos sacerdotes, del sumo sacerdote γένος Act.Ap.4.6, I.AI 15.40, φυλή I.BI 4.155, στολή I.AI 4.83, cf. BI 4.164, ἔνδυμα Origenes M.12.820B, τιμή I.AI 6.262, 11.310, de Cristo ἡ ἀ. λειτουργία μετετέθη ἀπὸ Ἀαρὼν εἰς τὸν Χριστόν Euthal.Epp.Paul.M.85.776A, fig. de los crist. ἀ. ἀληθινὸν γένος Iust.Phil.Dial.116.3, del alma perfecta, Clem.Al.Ex.Thdot.27 (p.116.4).
3 en la relig. crist. de la alta jerarquía eclesiástica ἀξίωμα βασιλικόν τε καὶ ἀ. Epiph.Const.Haer.29.3 (p.323.6), Cosm.Ind.Top.2.2
•esp. del obispado τιμή Const.App.8.46.4, cf. Gr.Naz.M.36.268B, θρόνοι ἀρχιερατικοί sedes episcopales Iust.Nou.42.1.1.
II adv. -ῶς episcopalmente τὰς πόλεις ἀ. ἰθύνειν Thdt.HE 4.35.
German (Pape)
[Seite 366] den Oberpriester betreffend, Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 de grand-prêtre, pontifical en parl. du grand-prêtre des Juifs;
2 épiscopal.
Étymologie: ἀρχιεράομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀρχιερᾰτικός: первосвященнический NT.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχιερατικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς ἀρχιερέα, καὶ ὅσοι ἦσαν ἐκ γένους ἀρχιερατικοῦ Πράξ. Ἀπ. δ΄, 6, πρβλ. Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 15. 3. 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 4363. 2) ἐπισκοπικός, Συν. Ἐπιστ. 97 κτλ.
English (Strong)
from ἀρχή and a derivative of ἱερός; high-priestly: of the high-priest.
English (Thayer)
ἀρχιερατικη, ἀρχιερατικον (ἀρχι and ἱερατικός, and this from ἱεράομαι (to be a priest)), high priestly, pontifical: γένος, Schürer as cited under the word ἀρχιερεύς, 2at the end). (Josephus, Antiquities 4,4, 7; 6,6, 3; 15,3, 1.)
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἀρχιερατικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αρχιερέα
2. φρ. α) «αρχιερατική λειτουργία» — λειτουργία στην οποία χοροστατεί αρχιερέας
β) «αρχιερατικός επίτροπος» — κληρικός εξουσιοδοτημένος από τον μητροπολίτη της περιφέρειας να ασκεί ορισμένα διοικητικά καθήκοντα (έκδοση αδειών γάμου κ.λπ.)
3. το ουδ. ως ουσ. το Αρχιερατικόν
το λειτουργικό βιβλίο που περιέχει τις ακολουθίες στις οποίες χοροστατεί αρχιερέας.
Greek Monotonic
ἀρχιερατικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει σε αρχιερέα, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
[from ἀρχιερεύσις]
of the high-priest, NTest.
Chinese
原文音譯:¢rcieratikÒj 阿而赫-衣拉提可士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:原始-(使聖的
字義溯源:大祭司的,屬大祭司體系的,祭司長的;由(ἀρχή)=開始)與(ἱερός)*=神聖的)組成;而 (ἀρχή)出自(ἄρχω)=著手), (ἄρχω)出自(ἄρχω)*=為首)
出現次數:總共(2);路(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 大祭司的(1) 徒4:6;
2) 祭司長(1) 路23:23