3,274,921
edits
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αὐτονομέομαι''': ἀποθ. [[μετὰ]] παθ. ἀορ. -ήθην Στράβ. 545: ― εἶμαι [[αὐτόνομος]], ζῶ κατὰ τοὺς ἰδίους μου νόμους, εἶμαι ἀνεξάρτητος, Θουκ. 1. 144, κτλ., Δημ. 41. 16. Τὸ ἐνεργ. ἐν Ρήτορσι (Walz) 1. 587. | |lstext='''αὐτονομέομαι''': ἀποθ. [[μετὰ]] παθ. ἀορ. -ήθην Στράβ. 545: ― εἶμαι [[αὐτόνομος]], ζῶ κατὰ τοὺς ἰδίους μου νόμους, εἶμαι ἀνεξάρτητος, Θουκ. 1. 144, κτλ., Δημ. 41. 16. Τὸ ἐνεργ. ἐν Ρήτορσι (Walz) 1. 587. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-οῦμαι;<br />se gouverner par ses propres lois, être indépendant.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτόνομος]]. | |||
}} | }} |