Anonymous

αὐτονομέομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐτονομέομαι''': ἀποθ. [[μετὰ]] παθ. ἀορ. -ήθην Στράβ. 545: ― εἶμαι [[αὐτόνομος]], ζῶ κατὰ τοὺς ἰδίους μου νόμους, εἶμαι ἀνεξάρτητος, Θουκ. 1. 144, κτλ., Δημ. 41. 16. Τὸ ἐνεργ. ἐν Ρήτορσι (Walz) 1. 587.
|lstext='''αὐτονομέομαι''': ἀποθ. [[μετὰ]] παθ. ἀορ. -ήθην Στράβ. 545: ― εἶμαι [[αὐτόνομος]], ζῶ κατὰ τοὺς ἰδίους μου νόμους, εἶμαι ἀνεξάρτητος, Θουκ. 1. 144, κτλ., Δημ. 41. 16. Τὸ ἐνεργ. ἐν Ρήτορσι (Walz) 1. 587.
}}
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br />se gouverner par ses propres lois, être indépendant.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτόνομος]].
}}
}}