3,277,119
edits
(6_3) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βᾰρύθω''': [ῠ], καταβαρύνομαι, βαρύθει δέ μοι ὧμος ὑπ’ [[αὐτοῦ]] [τοῦ ἕλκεος] Ἰλ, II. 519· βαρύθει δέ θ’ ὑπ’ αὐτῆς, καταβαρύνεται, καταβάλλεται, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 213· καμάτῳ, Ἀπολλ. Ρόδ Β. 47· ὑπὸ κύματι Νίκ. Θ. 135. 2) ἀπολ., εἶμαι [[βαρύς]], Ἀνθ. ΙΙ. 7. 481· βαρύθεσκε… γυῖα Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 43· -[[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., Μάξιμ. π. καταρχ. 212, Κόϊντ. Σμ. 13. 5. | |lstext='''βᾰρύθω''': [ῠ], καταβαρύνομαι, βαρύθει δέ μοι ὧμος ὑπ’ [[αὐτοῦ]] [τοῦ ἕλκεος] Ἰλ, II. 519· βαρύθει δέ θ’ ὑπ’ αὐτῆς, καταβαρύνεται, καταβάλλεται, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 213· καμάτῳ, Ἀπολλ. Ρόδ Β. 47· ὑπὸ κύματι Νίκ. Θ. 135. 2) ἀπολ., εἶμαι [[βαρύς]], Ἀνθ. ΙΙ. 7. 481· βαρύθεσκε… γυῖα Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 43· -[[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., Μάξιμ. π. καταρχ. 212, Κόϊντ. Σμ. 13. 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés.</i><br />être chargé, être accablé : [[ὑπό]] τινος, de qch.<br />'''Étymologie:''' [[βαρύς]]. | |||
}} | }} |