γνῶμα: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_21)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γνῶμα''': τό, (√ΓΝΟ, γνῶναι) [[σημεῖον]], [[τεκμήριον]], ὡς τὸ [[γνώρισμα]], Ἡρόδ. 7. 52, Σοφ. Τρ. 593· ἐπὶ τῶν ὀδόντων τοῦ ἵππου (ἴδε [[γνώμων]] ΙΙΙ), Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6. 23, 4. ΙΙ. = γνώμη, [[κρίσις]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1352, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 407. ΙΙΙ. = Λατ. groma, τὸ [[μέσον]] τοῦ στρατοπέδου, Σουΐδ.
|lstext='''γνῶμα''': τό, (√ΓΝΟ, γνῶναι) [[σημεῖον]], [[τεκμήριον]], ὡς τὸ [[γνώρισμα]], Ἡρόδ. 7. 52, Σοφ. Τρ. 593· ἐπὶ τῶν ὀδόντων τοῦ ἵππου (ἴδε [[γνώμων]] ΙΙΙ), Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6. 23, 4. ΙΙ. = γνώμη, [[κρίσις]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1352, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 407. ΙΙΙ. = Λατ. groma, τὸ [[μέσον]] τοῦ στρατοπέδου, Σουΐδ.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> signe de reconnaissance;<br /><b>2</b> connaissance, savoir, <i>particul.</i> certitude acquise par l’expérience ; opinion, avis, pensée.<br />'''Étymologie:''' [[γιγνώσκω]].
}}
}}