3,274,873
edits
(6_11) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γνωτός''': -ή, -όν, παλαιότερος καὶ δοκιμώτερος [[τύπος]] τοῦ [[γνωστός]], Εὐστ. 400. 26., 1450. 62, πρβλ. Ἐλμσλ. Ο.Τ. 361· ― ἐπὶ πραγμάτων, ἐννοούμενον, νοηθέν, γνωστόν, Ἰλ. Η. 401, Ὀδ. Ω. 182· γνωτὰ κοὐκ ἄγνωτά μοι Σοφ. Ο.Τ. 58· [[αὐτόθι]] 396, ἔχομεν: [μαντείαν] ἐκ θεῶν του γνωτόν,― [[ἔνθα]] [[ἴσως]] τὸ γνωτὸν [[εἶναι]] οὐδ., [[πρᾶγμα]] διδαχθὲν ὑπό τινος θεοῦ. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὃν γνωρίζει ὁ [[κόσμος]], Ὀδ. Φ. 218, Σοφ. Ἀποσπ. 225·― παρ’ Ὁμ. [[ὡσαύτως]] ὡς οὐσιαστ., [[συγγενής]], ἀδερφός, γνωτοί τε γνωταί τε, ἀδελφοὶ καὶ ἀδελφαί, Ἰλ. Ο. 350· [[θάλαμον]] γνωτούς τι λιποῦσα Γ. 174, πρβλ. Χ. 234· γνωτὸν μητρυιῆς Ν. 697. | |lstext='''γνωτός''': -ή, -όν, παλαιότερος καὶ δοκιμώτερος [[τύπος]] τοῦ [[γνωστός]], Εὐστ. 400. 26., 1450. 62, πρβλ. Ἐλμσλ. Ο.Τ. 361· ― ἐπὶ πραγμάτων, ἐννοούμενον, νοηθέν, γνωστόν, Ἰλ. Η. 401, Ὀδ. Ω. 182· γνωτὰ κοὐκ ἄγνωτά μοι Σοφ. Ο.Τ. 58· [[αὐτόθι]] 396, ἔχομεν: [μαντείαν] ἐκ θεῶν του γνωτόν,― [[ἔνθα]] [[ἴσως]] τὸ γνωτὸν [[εἶναι]] οὐδ., [[πρᾶγμα]] διδαχθὲν ὑπό τινος θεοῦ. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὃν γνωρίζει ὁ [[κόσμος]], Ὀδ. Φ. 218, Σοφ. Ἀποσπ. 225·― παρ’ Ὁμ. [[ὡσαύτως]] ὡς οὐσιαστ., [[συγγενής]], ἀδερφός, γνωτοί τε γνωταί τε, ἀδελφοὶ καὶ ἀδελφαί, Ἰλ. Ο. 350· [[θάλαμον]] γνωτούς τι λιποῦσα Γ. 174, πρβλ. Χ. 234· γνωτὸν μητρυιῆς Ν. 697. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span>ή <i>poét.</i> ός, όν :<br /><b>1</b> connu, su <i>en parl. de choses</i>;<br /><b>2</b> <i>en parl. de pers.</i> connu, familier.<br />'''Étymologie:''' [[γιγνώσκω]] ; cf. [[γνωστός]].<br /><span class="bld">2</span>οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> parent par le sang;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> frère consanguin, frère.<br />'''Étymologie:''' R. Γον > γνω-, engendrer ; cf. R. Γεν > γνη- ; [[γνωτός]] = <i>lat.</i> gnatus. | |||
}} | }} |