3,274,873
edits
(6_4) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δαιμόνιος''': α, ον· [[ὡσαύτως]] ος, ον, Αἰσχύλ. Θήβ. 891· -ὁ ἐκ δαίμονος ἢ ἀνήκων εἰς δαίμονα. Ι. παρ’ Ὁμ. μόνον κατὰ κλητ., δαιμόνιε, δαιμονίη, καὶ ὑποθέτει ὅτι τὸ [[πρόσωπον]] τὸ [[οὕτως]] ἀποκαλούμενον εὑρίσκεται εἰς ἀκατανόητον ἢ παράδοξον κατάστασιν· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει ἐπὶ ἐπιπλήξεων : «κακόμοιρε !» ἄθλιε ! μπᾶ, κύριε ! μπᾶ, [[κυρία]] ! Ἰλ. Β. 190, 200, Δ. 31, Ι. 40, Ὀδ. Σ. 15, κτλ.· πρβλ. δαιμόνιοι Δ. 774· -σπανιώτερον ἐπὶ θαυμασμοῦ, ὦ ἔνδοξε ἄνθρωπε ! εὐγενές, μεγαλόφρον, ἄνερ ! Ψ. 174, Ἡσ. Θ. 655· δαιμόνιε ξείνων Ὀδ. Ξ. 443· -[[ὡσαύτως]] ἐπὶ οἴκτου, δυστυχῆ ! Ἰλ. Ζ. 486, Ω. 194· -οὕτω καὶ παρ’ Ἡροδ., δαιμόνιε ἀνδρῶν Δ. 126, Η. 48· -οὕτω παρ’ Ἀττ., ὦ βέλτιστε, ἐπὶ εἰρωνικῆς ἢ κολακευτικῆς ἐννοίας, θαυμάσιε, καλὲ ἄνθρωπε !, ὦ δαιμόνι’ ἀνδρῶν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 564, 784, κτλ.· ὦ δαιμόνι’ ὁ αὐτ. Βατρ. 44, 175· ὦ δαιμόνι’ ἀνθρώπων ὁ αὐτ. Ὄρ. 1638· πρβλ. Πλάτ. Πολ. 344D, 522Β, Γοργ. 489D, κτλ. ΙΙ. ἀπὸ τοῦ Ἡροδ. καὶ Πινδ. καὶ [[ἐφεξῆς]], πᾶν τὸ ἐκ τῆς θεότητος προερχόμενον, [[θεόπεμπτος]], [[θεῖος]], [[θαυμαστός]], [[θαυμάσιος]], δαιμονίη ὁρμὴ | |lstext='''δαιμόνιος''': α, ον· [[ὡσαύτως]] ος, ον, Αἰσχύλ. Θήβ. 891· -ὁ ἐκ δαίμονος ἢ ἀνήκων εἰς δαίμονα. Ι. παρ’ Ὁμ. μόνον κατὰ κλητ., δαιμόνιε, δαιμονίη, καὶ ὑποθέτει ὅτι τὸ [[πρόσωπον]] τὸ [[οὕτως]] ἀποκαλούμενον εὑρίσκεται εἰς ἀκατανόητον ἢ παράδοξον κατάστασιν· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει ἐπὶ ἐπιπλήξεων : «κακόμοιρε !» ἄθλιε ! μπᾶ, κύριε ! μπᾶ, [[κυρία]] ! Ἰλ. Β. 190, 200, Δ. 31, Ι. 40, Ὀδ. Σ. 15, κτλ.· πρβλ. δαιμόνιοι Δ. 774· -σπανιώτερον ἐπὶ θαυμασμοῦ, ὦ ἔνδοξε ἄνθρωπε ! εὐγενές, μεγαλόφρον, ἄνερ ! Ψ. 174, Ἡσ. Θ. 655· δαιμόνιε ξείνων Ὀδ. Ξ. 443· -[[ὡσαύτως]] ἐπὶ οἴκτου, δυστυχῆ ! Ἰλ. Ζ. 486, Ω. 194· -οὕτω καὶ παρ’ Ἡροδ., δαιμόνιε ἀνδρῶν Δ. 126, Η. 48· -οὕτω παρ’ Ἀττ., ὦ βέλτιστε, ἐπὶ εἰρωνικῆς ἢ κολακευτικῆς ἐννοίας, θαυμάσιε, καλὲ ἄνθρωπε !, ὦ δαιμόνι’ ἀνδρῶν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 564, 784, κτλ.· ὦ δαιμόνι’ ὁ αὐτ. Βατρ. 44, 175· ὦ δαιμόνι’ ἀνθρώπων ὁ αὐτ. Ὄρ. 1638· πρβλ. Πλάτ. Πολ. 344D, 522Β, Γοργ. 489D, κτλ. ΙΙ. ἀπὸ τοῦ Ἡροδ. καὶ Πινδ. καὶ [[ἐφεξῆς]], πᾶν τὸ ἐκ τῆς θεότητος προερχόμενον, [[θεόπεμπτος]], [[θεῖος]], [[θαυμαστός]], [[θαυμάσιος]], δαιμονίη ὁρμὴ | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />qui prονient de la divinité, envoyé par un dieu, <i>d’où</i><br /><b>1</b> divin : τὰ δαιμόνια THC ce qui vient des dieux ; [[μή]] [[τι]] [[δαιμόνιον]] εἴη XÉN si ce n’était pas qqe inspiration de la divinité ; τὸ [[δαιμόνιον]] faveur des dieux;<br /><b>2</b> qui a un caractère divin, merveilleux, extraordinaire ; <i>en mauv. part comme expression • de pitié</i> : δαιμονίη <i>(ion.)</i> IL infortunée ! ; <i>• de dédain</i> : δαιμόνιε IL insensé ! misérable !.<br />'''Étymologie:''' [[δαίμων]]. | |||
}} | }} |