γύννις: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_12)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γύννις''': -ιδος, ὁ, [[γυναικώδης]] [[ἀνήρ]], ποδαπὸς ὁ [[γύννις]], ἐπὶ τοῦ Βάκχου, Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 56) παρ᾿ Ἀριστοφ. Θεσμ. 136, πρβλ. Θεόκρ. 22. 69, Αἰλ. II. Ἱστ. 12. 12. [ῠ].
|lstext='''γύννις''': -ιδος, ὁ, [[γυναικώδης]] [[ἀνήρ]], ποδαπὸς ὁ [[γύννις]], ἐπὶ τοῦ Βάκχου, Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 56) παρ᾿ Ἀριστοφ. Θεσμ. 136, πρβλ. Θεόκρ. 22. 69, Αἰλ. II. Ἱστ. 12. 12. [ῠ].
}}
{{bailly
|btext=ιδος (ὁ) :<br />homme efféminé.<br />'''Étymologie:''' [[γυνή]].
}}
}}