γύννις

From LSJ

μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γύννις Medium diacritics: γύννις Low diacritics: γύννις Capitals: ΓΥΝΝΙΣ
Transliteration A: gýnnis Transliteration B: gynnis Transliteration C: gynnis Beta Code: gu/nnis

English (LSJ)

ιδος, ὁ,
A a womanish man, ποδαπὸς ὁ γύννις; of Bacchus, A.Fr. 61, cf. Theoc.22.69 (s.v.l.), Ael.VH12.12, Lib.Or.64.49.
2 = ἵππουρις, Ps.-Dsc.4.46,47.

Spanish (DGE)

-ιδος, ὁ
• Alolema(s): γύνις Thphr.Fr.147
• Morfología: [sg. ac. γύννιν D.C.59.29.2, Eust.380.11]
1 hombre afeminado, marica ποδαπὸς ὁ γ.; Ar.Th.136 (= A.Fr.61.1), οὐ γ. ... ὁ πύκτης del forzudo Amico, Theoc.22.69, de Alejandro εὐλαβοῦντο γὰρ μὴ γ. εἴη Thphr.l.c. (= Hieronym.Phil.38), δειλός τε οὕτω καὶ γ. ὤν D.C.46.22.3, ἄνανδρος ... καὶ γ. Ael.VH 12.12, cf. D.C.59.29.2, Ael.Fr.10, Clem.Al.Paed.3.3.23, Eus.VC 3.55, Hsch., Lib.Or.64.49, Eust.l.c. Sud., κατηγορία τοῦ Γύννιδος tít. de una diatriba perdida de Filóstrato de Lemnos, ref. a Heliogábalo, Philostr.VS 625
tb. como adj. γ. τοξότης Plu.2.234e.
2 bot. equiseto, cola de caballo, Equisetum telmateia Ehrh., Equisetum fluvitiale L., Ps.Dsc.4.46, 47.
• Etimología: Var. expresiva de γυνή q.u.

German (Pape)

[Seite 512] ιδος, ὁ, Weichling, Ar. Th. 136; vgl. Ath. X, 435 c; Theocr. 22, 69; Ael. V. H. 12, 12; auch γὐνις geschrieben, B. A. 11; vgl. γιννός.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ὁ) :
homme efféminé.
Étymologie: γυνή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γύννις -ιδος, ὁ [γυνή] verwijfde man.

Russian (Dvoretsky)

γύννις: ῐδος ὁ женоподобный мужчина, неженка, «баба» Aesch. ap. Arph., Theocr.

Greek Monolingual

γύννις (-ιδος), ο (Α)
θηλυπρεπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) γυν-, γυνή, με εκφραστικό, υποκοριστικό διπλασιασμό].

Greek Monotonic

γύννις: -ιδος, ὁ (γυνή), θηλυπρεπής άντρας, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

γύννις: -ιδος, ὁ, γυναικώδης ἀνήρ, ποδαπὸς ὁ γύννις, ἐπὶ τοῦ Βάκχου, Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 56) παρ᾿ Ἀριστοφ. Θεσμ. 136, πρβλ. Θεόκρ. 22. 69, Αἰλ. II. Ἱστ. 12. 12. [ῠ].

Middle Liddell

γυνή
a womanish man, Theocr.