διαλλάσσω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαλλάσσω''': Ἀττ. -ττω· μέλλ. -ξω. Ι. μέσ., [[κάμνω]] ἀλλαγὴν, [[ἀνταλλάσσω]], τὰς τάξεις Ἡροδ. 9. 47, πρβλ. Πίνδ. Ο. 11 (10), ἐν τέλ.· ἀπολ., [[κάμνω]] ἀνταλλαγήν, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 32. ΙΙ. δίδω τι εἰς ἀνταλλαγήν, τί τινι Εὐρ. Ἀλκ. 14· τί τινι ἀντὶ ἀργυρίου Πλάτ. Πολ. 371D· τινὰ [[περί]] τινος, ἕνα ἀντ᾿ ἄλλου, Διον. Ἁλ. 10. 24· τι [[πρός]] τινα Δίων Κ. 47. 10· ἢ, 2) [[λαμβάνω]] εἰς ἀνταλλαγήν, δ. ἀετοῦ βίον, [[λαμβάνω]] βίον ἀετοῦ ἀντὶ τοῦ ἰδίου μου βίου, [[ἐκλέγω]] αὐτὸν, Πλάτ. Πολ. 620Β· τὴν ἐσθῆτα πρέπουσαν Πλούτ. Κικ. 19· δ. τὴν χώραν, [[ἀλλάσσω]] χώραν τινὰ ἀντὶ ἄλλης, δηλ. [[διέρχομαι]] δι᾿ αὐτῆς, Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 3· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ., Πλάτ. Σοφ. 223D· τι ἀντὶ τινος Διον. Ἁλ. 2. 3. 3) [[ἁπλῶς]], [[μεταβάλλω]], ἀλλοιῶ, Ἐμπεδ. 203· τοὺς ναυάρχους Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 4· τοὺς λόγους Ἀριστ. Ρητ. Ἀλ. 23, 2, κτλ. ΙΙΙ. ἰδίως, [[ἀνταλλάσσω]] ἔχθραν πρὸς φιλίαν, συμφιλιώνω, τινά τινι Θουκ. 2. 95., 6. 47, κτλ.· τινὰ [[πρός]] τινα Ἀριστοφ. Λυσ. 628, Ἰσοκρ. 104Ε· ἀλλὰ συχνότατα μετ᾿ αἰτιατ. πληθ. μόνον, ὡς Εὐρ. Φοιν. 436, Ἀντιφῶν 146. 2, κτλ.· σπανίως μετ᾿ αἰτιατικῆς ἑνικῆς, «τὰ ταιρειάζω» μέ τινα, διαλλάξεις με φιλάσας Θεόκρ. 23. 42· ἀπολ., συμφιλιώνω, Πλάτ. Πρωτ. 346Β, πρβλ. Μαρτυρ. παρὰ Δημ. 1361. 3. ― Παθ., [[μετὰ]] μέλλοντ., διαλλαχθήσομαι Ἀριστοφ. Σφηξ. 1395, κτλ., πρβλ. Θωμ. Μ. 238, ἀλλ᾿ [[ὡσαύτως]] [[διαλλαγή]] σομαι Πλάτ. Πολ. 471Α· ἀόρ. -ηλλάχθην καὶ -ηλλάγην (ἴδε [[ἀλλάσσω]])· -συνδιαλλάττομαι, συμφιλιοῦμαι, Αἰσχύλ. Θήβ. 885, κτλ.· τινι Ἰσοκρ. 201D· [[πρός]] τινα [[περί]] τινος ὁ αὐτ. 33 D· τῆς ἔχθρας ἐς φίλους Εὐρ. Μηδ. 896, πρβλ. Ἀνδοκ. 23. 4. IV. ἀμεταβ., [[μετὰ]] δοτ. προσ. καὶ αἰτ. πράγμ., [[διαφέρω]] τινὸς ἔν τινι πράγματι, Λατ. differre aliquid alicui, [[εἶδος]] δ. οὐδὲν τοῖσι ἑτέροισι Ἡρόδ. 7. 70· δ. ταῖς ἡλικίαις, τῇ ἀρετῇ, [[διαφέρω]] εἰς, ὡς πρὸς…, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 10, 6., 9. 3, 4· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν. προσ., δ. τινός τινι Πολύβ. 2. 37, 11· ἔν τινι Λουκ.Ἁλ. 23· ἀπολ., πολὺ διήλλαχεν Διονύσ. Κωμ. Θεσμ. 1. 10· τὸ διαλλάσσον τῆς γνώμης Θουκ.3. 10. 2) δ. τινά, [[ὑπερβαίνω]] τινά, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 51· -οὕτω, V.παθ., εἶμαι [[διάφορος]], Λατ. distare, διηλλαγμένα τοῖς εἴδεσι Θουκ.3. 82, πρβλ. Διον. Ἁλ. 1. 29. Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 477.
|lstext='''διαλλάσσω''': Ἀττ. -ττω· μέλλ. -ξω. Ι. μέσ., [[κάμνω]] ἀλλαγὴν, [[ἀνταλλάσσω]], τὰς τάξεις Ἡροδ. 9. 47, πρβλ. Πίνδ. Ο. 11 (10), ἐν τέλ.· ἀπολ., [[κάμνω]] ἀνταλλαγήν, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 32. ΙΙ. δίδω τι εἰς ἀνταλλαγήν, τί τινι Εὐρ. Ἀλκ. 14· τί τινι ἀντὶ ἀργυρίου Πλάτ. Πολ. 371D· τινὰ [[περί]] τινος, ἕνα ἀντ᾿ ἄλλου, Διον. Ἁλ. 10. 24· τι [[πρός]] τινα Δίων Κ. 47. 10· ἢ, 2) [[λαμβάνω]] εἰς ἀνταλλαγήν, δ. ἀετοῦ βίον, [[λαμβάνω]] βίον ἀετοῦ ἀντὶ τοῦ ἰδίου μου βίου, [[ἐκλέγω]] αὐτὸν, Πλάτ. Πολ. 620Β· τὴν ἐσθῆτα πρέπουσαν Πλούτ. Κικ. 19· δ. τὴν χώραν, [[ἀλλάσσω]] χώραν τινὰ ἀντὶ ἄλλης, δηλ. [[διέρχομαι]] δι᾿ αὐτῆς, Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 3· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ., Πλάτ. Σοφ. 223D· τι ἀντὶ τινος Διον. Ἁλ. 2. 3. 3) [[ἁπλῶς]], [[μεταβάλλω]], ἀλλοιῶ, Ἐμπεδ. 203· τοὺς ναυάρχους Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 4· τοὺς λόγους Ἀριστ. Ρητ. Ἀλ. 23, 2, κτλ. ΙΙΙ. ἰδίως, [[ἀνταλλάσσω]] ἔχθραν πρὸς φιλίαν, συμφιλιώνω, τινά τινι Θουκ. 2. 95., 6. 47, κτλ.· τινὰ [[πρός]] τινα Ἀριστοφ. Λυσ. 628, Ἰσοκρ. 104Ε· ἀλλὰ συχνότατα μετ᾿ αἰτιατ. πληθ. μόνον, ὡς Εὐρ. Φοιν. 436, Ἀντιφῶν 146. 2, κτλ.· σπανίως μετ᾿ αἰτιατικῆς ἑνικῆς, «τὰ ταιρειάζω» μέ τινα, διαλλάξεις με φιλάσας Θεόκρ. 23. 42· ἀπολ., συμφιλιώνω, Πλάτ. Πρωτ. 346Β, πρβλ. Μαρτυρ. παρὰ Δημ. 1361. 3. ― Παθ., [[μετὰ]] μέλλοντ., διαλλαχθήσομαι Ἀριστοφ. Σφηξ. 1395, κτλ., πρβλ. Θωμ. Μ. 238, ἀλλ᾿ [[ὡσαύτως]] [[διαλλαγή]] σομαι Πλάτ. Πολ. 471Α· ἀόρ. -ηλλάχθην καὶ -ηλλάγην (ἴδε [[ἀλλάσσω]])· -συνδιαλλάττομαι, συμφιλιοῦμαι, Αἰσχύλ. Θήβ. 885, κτλ.· τινι Ἰσοκρ. 201D· [[πρός]] τινα [[περί]] τινος ὁ αὐτ. 33 D· τῆς ἔχθρας ἐς φίλους Εὐρ. Μηδ. 896, πρβλ. Ἀνδοκ. 23. 4. IV. ἀμεταβ., [[μετὰ]] δοτ. προσ. καὶ αἰτ. πράγμ., [[διαφέρω]] τινὸς ἔν τινι πράγματι, Λατ. differre aliquid alicui, [[εἶδος]] δ. οὐδὲν τοῖσι ἑτέροισι Ἡρόδ. 7. 70· δ. ταῖς ἡλικίαις, τῇ ἀρετῇ, [[διαφέρω]] εἰς, ὡς πρὸς…, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 10, 6., 9. 3, 4· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν. προσ., δ. τινός τινι Πολύβ. 2. 37, 11· ἔν τινι Λουκ.Ἁλ. 23· ἀπολ., πολὺ διήλλαχεν Διονύσ. Κωμ. Θεσμ. 1. 10· τὸ διαλλάσσον τῆς γνώμης Θουκ.3. 10. 2) δ. τινά, [[ὑπερβαίνω]] τινά, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 51· -οὕτω, V.παθ., εἶμαι [[διάφορος]], Λατ. distare, διηλλαγμένα τοῖς εἴδεσι Θουκ.3. 82, πρβλ. Διον. Ἁλ. 1. 29. Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 477.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> διαλλάξω, <i>ao.</i> διήλλαξα, <i>etc.</i><br /><b>A.</b> <i>tr.</i> <b>I.</b> échanger :<br /><b>1</b> prendre en échange : ἐσθῆτα PLUT changer de vêtement;<br /><b>2</b> donner en échange : τινά τινι échanger une personne contre une autre;<br /><b>II.</b> changer, remplacer, acc.;<br /><b>III.</b> changer les dispositions de qqn ; réconcilier : τινά τινι, τινα [[πρός]] τινα une personne avec une autre ; <i>Pass.</i> διαλλαχθῆναι τῆς ἔχθρας [[ἐς]] φίλους EUR abandonner ses sentiments hostiles pour ses amis ; se réconcilier : τινί, [[πρός]] τινα avec qqn;<br /><b>B.</b> <i>intr.</i> être différent, différer : τινί <i>ou</i> ἔν τινι en qch ; τὶ δ. [[οὐδέν]] τινι HDT ne différer en rien de qqn en qch;<br /><i><b>Moy.</b></i> διαλλάσσομαι;<br /><b>1</b> changer : ἐσθῆτα PLUT de vêtement ; [[τὰς]] τάξεις HDT changer la disposition des troupes;<br /><b>2</b> changer de sentiments, se réconcilier.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἀλλάττω]].
}}
}}