Anonymous

διαλλάσσω: Difference between revisions

From LSJ
6_5
(13_7_2)
(6_5)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0587.png Seite 587]] 1) vertauschen, aus-, umtauschen, τινί τι [[ἀντί]] τινος, an Jem. etwas wofür, Plat. Rep. II, 371 d; ἀετο ῦ διαλλάξαι βίον, eingetauscht haben, d. i. wie ein Adler leben, X, 620 b; auch [[περί]] τινος, Dion. Hal. 10, 24; ἄλλον τοῖς [[κάτω]] νεκρόν, einen andern Todten den Unterirdischen geben, Eur. Alc. 14; ναυάρχους, andere Schiffsbefehlshaber einsetzen, Xen. Hell. 1, 6, 4. – Med., unter sich, mit einander vertauschen, τὸ ἐμφυὲς [[ἦθος]] Pind. Ol. 10, 21; τὰς τάξεις Her. 9, 47; absol., Xen. Cyr. 8, 3, 32 u. Sp. – Dah. διαλλάττειν χώραν, ein Land mit einem andern vertauschen, dasselbe durchwandern, Xen. Hell. 4, 3, 2; u. so med., Plat. Soph. 223 d; ἐσθῆτα, vestem mutare, Plut. Cic. 19. – 2) Uebertr. auf die Gesinnung, versöhnen, τινά, Eur. Phoen. 439; Ar. Lys. 1091; Plat. Conv. 213 d; τοὺς τελευτήσαντας εὐχαῖς, Menex. 244 a; διαλλαγῆναί τινι, Antiph. 6, 39; Plat. Conv. 193 b; τινά τινι, Einen mit Jemandem, Thuc. 8, 89. – Med., sich versöhnen, Plat. Prot. 346 b; τὴν ἔχθραν, D. Hal. 7, 51. – 3) intraus., in etwas von einem andern verschieden sein, οὐ ταὐτὸ δ' ἐστὶ τοῦτο· πολὺ διήλλαχεν Dionys. com. Ath. IX, 405 (v. 10); gew. τί τινι, z. B. [[εἶδος]] οὐδὲν τοῖς ἑτέροις Her. 7, 70; auch τινί τινος, durch etwas von etwas, Pol. 2, 37, 11 u. Sp., wie Dion. Hal. 6, 83; ἐν αἷς διαλλάττομεν Luc. Pisc. 23; τὸ διαλλάττον τῆς γνώμης, die Verschiedenheit, Thuc. 3, 10; dah. = sich auszeichnen, τινί, durch etwas, D. Sic. 1, 64; auch geradezu τινά, Einen übertreffen, Dion. Hal. de Thuc. 51. – Pass., verschieden sein, τοῖς εἴδεσι διηλλαγμένοι Thuc. 3, 82.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0587.png Seite 587]] 1) vertauschen, aus-, umtauschen, τινί τι [[ἀντί]] τινος, an Jem. etwas wofür, Plat. Rep. II, 371 d; ἀετο ῦ διαλλάξαι βίον, eingetauscht haben, d. i. wie ein Adler leben, X, 620 b; auch [[περί]] τινος, Dion. Hal. 10, 24; ἄλλον τοῖς [[κάτω]] νεκρόν, einen andern Todten den Unterirdischen geben, Eur. Alc. 14; ναυάρχους, andere Schiffsbefehlshaber einsetzen, Xen. Hell. 1, 6, 4. – Med., unter sich, mit einander vertauschen, τὸ ἐμφυὲς [[ἦθος]] Pind. Ol. 10, 21; τὰς τάξεις Her. 9, 47; absol., Xen. Cyr. 8, 3, 32 u. Sp. – Dah. διαλλάττειν χώραν, ein Land mit einem andern vertauschen, dasselbe durchwandern, Xen. Hell. 4, 3, 2; u. so med., Plat. Soph. 223 d; ἐσθῆτα, vestem mutare, Plut. Cic. 19. – 2) Uebertr. auf die Gesinnung, versöhnen, τινά, Eur. Phoen. 439; Ar. Lys. 1091; Plat. Conv. 213 d; τοὺς τελευτήσαντας εὐχαῖς, Menex. 244 a; διαλλαγῆναί τινι, Antiph. 6, 39; Plat. Conv. 193 b; τινά τινι, Einen mit Jemandem, Thuc. 8, 89. – Med., sich versöhnen, Plat. Prot. 346 b; τὴν ἔχθραν, D. Hal. 7, 51. – 3) intraus., in etwas von einem andern verschieden sein, οὐ ταὐτὸ δ' ἐστὶ τοῦτο· πολὺ διήλλαχεν Dionys. com. Ath. IX, 405 (v. 10); gew. τί τινι, z. B. [[εἶδος]] οὐδὲν τοῖς ἑτέροις Her. 7, 70; auch τινί τινος, durch etwas von etwas, Pol. 2, 37, 11 u. Sp., wie Dion. Hal. 6, 83; ἐν αἷς διαλλάττομεν Luc. Pisc. 23; τὸ διαλλάττον τῆς γνώμης, die Verschiedenheit, Thuc. 3, 10; dah. = sich auszeichnen, τινί, durch etwas, D. Sic. 1, 64; auch geradezu τινά, Einen übertreffen, Dion. Hal. de Thuc. 51. – Pass., verschieden sein, τοῖς εἴδεσι διηλλαγμένοι Thuc. 3, 82.
}}
{{ls
|lstext='''διαλλάσσω''': Ἀττ. -ττω· μέλλ. -ξω. Ι. μέσ., [[κάμνω]] ἀλλαγὴν, [[ἀνταλλάσσω]], τὰς τάξεις Ἡροδ. 9. 47, πρβλ. Πίνδ. Ο. 11 (10), ἐν τέλ.· ἀπολ., [[κάμνω]] ἀνταλλαγήν, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 32. ΙΙ. δίδω τι εἰς ἀνταλλαγήν, τί τινι Εὐρ. Ἀλκ. 14· τί τινι ἀντὶ ἀργυρίου Πλάτ. Πολ. 371D· τινὰ [[περί]] τινος, ἕνα ἀντ᾿ ἄλλου, Διον. Ἁλ. 10. 24· τι [[πρός]] τινα Δίων Κ. 47. 10· ἢ, 2) [[λαμβάνω]] εἰς ἀνταλλαγήν, δ. ἀετοῦ βίον, [[λαμβάνω]] βίον ἀετοῦ ἀντὶ τοῦ ἰδίου μου βίου, [[ἐκλέγω]] αὐτὸν, Πλάτ. Πολ. 620Β· τὴν ἐσθῆτα πρέπουσαν Πλούτ. Κικ. 19· δ. τὴν χώραν, [[ἀλλάσσω]] χώραν τινὰ ἀντὶ ἄλλης, δηλ. [[διέρχομαι]] δι᾿ αὐτῆς, Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 3· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ., Πλάτ. Σοφ. 223D· τι ἀντὶ τινος Διον. Ἁλ. 2. 3. 3) [[ἁπλῶς]], [[μεταβάλλω]], ἀλλοιῶ, Ἐμπεδ. 203· τοὺς ναυάρχους Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 4· τοὺς λόγους Ἀριστ. Ρητ. Ἀλ. 23, 2, κτλ. ΙΙΙ. ἰδίως, [[ἀνταλλάσσω]] ἔχθραν πρὸς φιλίαν, συμφιλιώνω, τινά τινι Θουκ. 2. 95., 6. 47, κτλ.· τινὰ [[πρός]] τινα Ἀριστοφ. Λυσ. 628, Ἰσοκρ. 104Ε· ἀλλὰ συχνότατα μετ᾿ αἰτιατ. πληθ. μόνον, ὡς Εὐρ. Φοιν. 436, Ἀντιφῶν 146. 2, κτλ.· σπανίως μετ᾿ αἰτιατικῆς ἑνικῆς, «τὰ ταιρειάζω» μέ τινα, διαλλάξεις με φιλάσας Θεόκρ. 23. 42· ἀπολ., συμφιλιώνω, Πλάτ. Πρωτ. 346Β, πρβλ. Μαρτυρ. παρὰ Δημ. 1361. 3. ― Παθ., [[μετὰ]] μέλλοντ., διαλλαχθήσομαι Ἀριστοφ. Σφηξ. 1395, κτλ., πρβλ. Θωμ. Μ. 238, ἀλλ᾿ [[ὡσαύτως]] [[διαλλαγή]] σομαι Πλάτ. Πολ. 471Α· ἀόρ. -ηλλάχθην καὶ -ηλλάγην (ἴδε [[ἀλλάσσω]])· -συνδιαλλάττομαι, συμφιλιοῦμαι, Αἰσχύλ. Θήβ. 885, κτλ.· τινι Ἰσοκρ. 201D· [[πρός]] τινα [[περί]] τινος ὁ αὐτ. 33 D· τῆς ἔχθρας ἐς φίλους Εὐρ. Μηδ. 896, πρβλ. Ἀνδοκ. 23. 4. IV. ἀμεταβ., [[μετὰ]] δοτ. προσ. καὶ αἰτ. πράγμ., [[διαφέρω]] τινὸς ἔν τινι πράγματι, Λατ. differre aliquid alicui, [[εἶδος]] δ. οὐδὲν τοῖσι ἑτέροισι Ἡρόδ. 7. 70· δ. ταῖς ἡλικίαις, τῇ ἀρετῇ, [[διαφέρω]] εἰς, ὡς πρὸς…, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 10, 6., 9. 3, 4· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν. προσ., δ. τινός τινι Πολύβ. 2. 37, 11· ἔν τινι Λουκ.Ἁλ. 23· ἀπολ., πολὺ διήλλαχεν Διονύσ. Κωμ. Θεσμ. 1. 10· τὸ διαλλάσσον τῆς γνώμης Θουκ.3. 10. 2) δ. τινά, [[ὑπερβαίνω]] τινά, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 51· -οὕτω, V.παθ., εἶμαι [[διάφορος]], Λατ. distare, διηλλαγμένα τοῖς εἴδεσι Θουκ.3. 82, πρβλ. Διον. Ἁλ. 1. 29. Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 477.
}}
}}