διατριβή: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_9)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διατρῐβή''': ἡ, [[κατατριβή]], [[φθορά]], ἰδίως ἐπὶ χρόνου, [[κατανάλωσις]], χρόνου τε διατριβὰς… ἐφηῦρε…, πεσσούς κύβους τε, τρόπους τοῦ διέρχεσθαι καὶ δαπανᾶν τὸν χρόνον, διασκεδάσεις, Σοφ. Ἀποσπ. 380.1-[[ἐντεῦθεν]] ἀπολ., <br />1) διασκέδασις, [[τέρψις]], Ἀριστοφ. Πλ. 923, Ἄλεξ. Ταραντ. 3.4, κτλ.· ἐν συνουσίᾳ τινὶ καὶ διατριβῇ Δημ. 537.18· γέλωτα καὶ δ. παρέχειν τινὶ Αἰσχίν. 25.1· τοῦ συμποσίου δ. Ἄλεξ. Πολυκλ. 1· παρέσχε τοῖς κωμικοῖς δ., ὕλην διακωμῳδήσεως, Πλούτ. Περικλ. 4· ―[[τόπος]] διασκεδ<br />άσεως, Μένανδ. Ὑποβ.2.10, Βάτων Ἀνδρ.1.4. 2) σπουδαία ἐνασχόλησις, [[ἐργασία]], [[μελέτη]], ἐν φιλοσοφίᾳ καὶ τῇ τοιᾷδε δ. Πλάτ. Θεαιτ. 172C· διατριβὴν ποιεῖσθαι [[περί]] τι Λυσ. 146.35, Ἰσαῖ. 87.36· [[πρός]] τι Αἰσχίν. 33.15· ἐπί τινι Ἀριστοφ. Βατρ. 1498· ἰδίως ἐπὶ λόγου ἢ διδασκαλίας, Πλάτ. Ἀπολ. 37D· αἱ πολιτικαὶ δ. Διον. Ἁλ. 10.15.<br />β) σχολὴ φιλοσοφικὴ, Ἀθήν. 211C, κ. ἀλλ.· [[ὡσαύτως]] [[τόπος]] [[ἔνθα]] γίνεται [[διδασκαλία]], [[σχολεῖον]], ὁ αὐτ. 350Α. 3) [[τρόπος]] ζωῆς, [[τρόπος]] καθ’ ὃν διέρχεταί τις τὸν χρόνον, δ. ἐν ἀγορᾷ Ἀριστοφ. Νεφ. 1058· δ. νέων ἐν δικαστηρίοις Ἀνδοκ. 32.2· ἡ ἐν Σικελίᾳ δ., ἡ [[ἐκεῖ]] [[διαμονή]], Ἐπ. Πλάτ. 337Ε· τὰς ἐν Λυκείῳ δ. ὁ αὐτ. Εὐθύφρ. 2Α· ποιεῖσθαι ἐν τῷ ὕδατι τὴν δ., ἐν τῇ γῇ Ἀριστ. Ἱστ.Ζ. 8.3,12, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[ἀπώλεια]], φθορὰ χρόνου, ἀναβολή, [[ἀργοπορία]], [[μετὰ]] γενικῆς χρόνου ἢ [[ἄνευ]] αὐτῆς, Εὐρ. Φοιν. 751, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., Θουκ. 5.82· διατριβὴν ἐμποιεῖν, παρέχειν ὁ αὐτ. 3.38, Ξεν. Οικ. 8,13, κτλ.· διατριβὴν πότῳ ποεῖν, [[ἐπιμηκύνω]], [[παρατείνω]] [[συμπόσιον]], Ἄλεξ. Τιτθ.1. ΙΙΙ. ἐν τῇ ῥητορικῇ, ἀφορμὴ πρὸς ἐπιμονὴν ἔν τινι ζητήματι, πρβλ. [[ἐπιμονή]], Λατ. commοratio, Ἀριστ. Ρητ. 3.17,10. IV. [[συνέχεια]], [[διάρκεια]], ὁ αὐτ. Μετεωρ. 3.4,12.
|lstext='''διατρῐβή''': ἡ, [[κατατριβή]], [[φθορά]], ἰδίως ἐπὶ χρόνου, [[κατανάλωσις]], χρόνου τε διατριβὰς… ἐφηῦρε…, πεσσούς κύβους τε, τρόπους τοῦ διέρχεσθαι καὶ δαπανᾶν τὸν χρόνον, διασκεδάσεις, Σοφ. Ἀποσπ. 380.1-[[ἐντεῦθεν]] ἀπολ., <br />1) διασκέδασις, [[τέρψις]], Ἀριστοφ. Πλ. 923, Ἄλεξ. Ταραντ. 3.4, κτλ.· ἐν συνουσίᾳ τινὶ καὶ διατριβῇ Δημ. 537.18· γέλωτα καὶ δ. παρέχειν τινὶ Αἰσχίν. 25.1· τοῦ συμποσίου δ. Ἄλεξ. Πολυκλ. 1· παρέσχε τοῖς κωμικοῖς δ., ὕλην διακωμῳδήσεως, Πλούτ. Περικλ. 4· ―[[τόπος]] διασκεδ<br />άσεως, Μένανδ. Ὑποβ.2.10, Βάτων Ἀνδρ.1.4. 2) σπουδαία ἐνασχόλησις, [[ἐργασία]], [[μελέτη]], ἐν φιλοσοφίᾳ καὶ τῇ τοιᾷδε δ. Πλάτ. Θεαιτ. 172C· διατριβὴν ποιεῖσθαι [[περί]] τι Λυσ. 146.35, Ἰσαῖ. 87.36· [[πρός]] τι Αἰσχίν. 33.15· ἐπί τινι Ἀριστοφ. Βατρ. 1498· ἰδίως ἐπὶ λόγου ἢ διδασκαλίας, Πλάτ. Ἀπολ. 37D· αἱ πολιτικαὶ δ. Διον. Ἁλ. 10.15.<br />β) σχολὴ φιλοσοφικὴ, Ἀθήν. 211C, κ. ἀλλ.· [[ὡσαύτως]] [[τόπος]] [[ἔνθα]] γίνεται [[διδασκαλία]], [[σχολεῖον]], ὁ αὐτ. 350Α. 3) [[τρόπος]] ζωῆς, [[τρόπος]] καθ’ ὃν διέρχεταί τις τὸν χρόνον, δ. ἐν ἀγορᾷ Ἀριστοφ. Νεφ. 1058· δ. νέων ἐν δικαστηρίοις Ἀνδοκ. 32.2· ἡ ἐν Σικελίᾳ δ., ἡ [[ἐκεῖ]] [[διαμονή]], Ἐπ. Πλάτ. 337Ε· τὰς ἐν Λυκείῳ δ. ὁ αὐτ. Εὐθύφρ. 2Α· ποιεῖσθαι ἐν τῷ ὕδατι τὴν δ., ἐν τῇ γῇ Ἀριστ. Ἱστ.Ζ. 8.3,12, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[ἀπώλεια]], φθορὰ χρόνου, ἀναβολή, [[ἀργοπορία]], [[μετὰ]] γενικῆς χρόνου ἢ [[ἄνευ]] αὐτῆς, Εὐρ. Φοιν. 751, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., Θουκ. 5.82· διατριβὴν ἐμποιεῖν, παρέχειν ὁ αὐτ. 3.38, Ξεν. Οικ. 8,13, κτλ.· διατριβὴν πότῳ ποεῖν, [[ἐπιμηκύνω]], [[παρατείνω]] [[συμπόσιον]], Ἄλεξ. Τιτθ.1. ΙΙΙ. ἐν τῇ ῥητορικῇ, ἀφορμὴ πρὸς ἐπιμονὴν ἔν τινι ζητήματι, πρβλ. [[ἐπιμονή]], Λατ. commοratio, Ἀριστ. Ρητ. 3.17,10. IV. [[συνέχεια]], [[διάρκεια]], ὁ αὐτ. Μετεωρ. 3.4,12.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>I.</b> action de faire passer le temps ; délai, retard : ἔργα διατριβὴν ἔχοντα PLUT ouvrages qui demandent du temps ; διατριβὴν ποιεῖσθαι ISOCR prendre son temps;<br /><b>II.</b> manière d’employer le temps, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> passe-temps (jeu, conversation, <i>etc.</i>) ; διατριβὰς μετ’ [[ἀλλήλων]] διατρίβειν ESCHN passer son temps, <i>càd</i> converser les uns avec les autres;<br /><b>2</b> occupation sérieuse, travail, étude <i>surtout au plur.</i> διατριβὰς ποιεῖσθαι [[περί]] [[τι]], ἔν τινι s’adonner à qch ; <i>particul.</i> réunion de gens qui causent de lettres, d’art, de philosophie;<br /><b>3</b> <i>p. suite</i> genre de vie ; action de passer son temps, de vivre, de séjourner qqe part, séjour, fréquentation;<br /><b>4</b> lieu de passe-temps ; école.<br />'''Étymologie:''' [[διατρίβω]].
}}
}}