διατριβή

From LSJ

ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐᾰτρῐβή Medium diacritics: διατριβή Low diacritics: διατριβή Capitals: ΔΙΑΤΡΙΒΗ
Transliteration A: diatribḗ Transliteration B: diatribē Transliteration C: diatrivi Beta Code: diatribh/

English (LSJ)

ἡ,
A wearing away, especially of time, way or manner of spending, χρόνου τε διατριβὰς… ἐφηῦρε… πεσσοὺς κύβους τε pastimes, S. Fr.479.2: hence, abs.,
1 pastime, amusement, Ar.Pl.923, Alex. 219.4, etc.; ἐν συνουσίᾳ τινὶ καὶ δ. D.21.71; γέλωτα καὶ διατριβήν παρέχειν τινί Aeschin.1.175, cf. Plu.Tim.11; τοῦ συμποσίου δ. Alex.185; παρέσχε τοῖς κωμικοῖς διατριβήν = materiem jocandi, Plu.Per.4, cf. Jul.Or.2.52b; place of amusement, Men.481.10, Bato 2.4.
2 serious occupation, study, etc., τοὺς ἐν φιλοσοφίᾳ καὶ τῇ τοιᾷδε δ. τεθραμμένους Pl.Tht. 172c; διατριβὰς ποιεῖσθαι περί τι Lys.16.11, cf. Is.11.37; πρός τι Aeschin.2.38; ἐπί τινι Ar.Ra.1498; ἡ δ. τὰ πολλὰ ἐν λόγοις Pl.Ly. 204a.
b discourse, τὰς ἐμὰς δ. καὶ τοὺς λόγους Id.Ap.37d, cf. Grg. 484e, Isoc.12.19, etc.; αἱ πολιτικαὶ διατριβαί D.H.10.15.
c diatribe, short ethical treatise or lecture, δ. βραχέος διανοήματος ἠθικοῦ ἔκτασις Hermog. Meth.5, cf. Suid.: title of works by Zeno, Cleanthes, etc.
d school of philosophy, Ath.5.211d, al., Luc.Alex.5; Μωυσοῦ καὶ Χριστοῦ Gal. 8.579; Ἐπικούρου δ. Numen. ap. Eus.PE14.5; also, a place of teaching, school, ἡ ἐν τῷ κήπῳ δ. Epicur.Fr.217, cf. Phld.Acad.Ind.p.39 M., Luc.Nigr.25, Ath.8.350b.
3 way of life, passing of time, δ. ἐν ἀγορᾷ Ar.Nu.1055; δ. νέων ἐν δικαστηρίοις And.4.32; ἡ ἐν Σικελίᾳ διατριβή stay in Sicily, Pl.Ep.337e; ποιεῖσθαι ἐν τῷ ὑγρῷ τὴν διατριβήν, ἐν τῇ γῇ = live in water / live on land Arist.HA487a20, Resp.474b26; διατριβὰς μετ' ἀλλήλων διατρίβειν = meetings that took place between them Aeschin. 1.147.
4 place of resort, haunt, τὰς ἐν Λυκείῳ δ. Pl.Euthphr.2a; ᾖα ἐπὶ τὰς συνήθεις δ. Id.Chrm.153a.
II in bad sense, waste of time, loss of time, delay, with or without χρόνου, E.Ph.751, etc.; διατριβὴν ποιεῖσθαι Isoc.4.164: pl., διατριβαὶ δὲ καὶ μελλήσεις Th.5.82; χρόνου διατριβὴν ἐμποιεῖν, παρέχειν, Id.3.38, X.Oec.8.13, etc.; ἐμβαλεῖν Plu.Nic.20; διατριβὴν ποτῷ ποιεῖν prolong a carouse, Alex.226.4.
III Rhet., occasion for dwelling on a subject, Arist.Rh.1418a27 (pl.).
IV continuance, permanence, Id.Mete.374a12.
V sens. obsc., = συνουσία, Procop. Arc.2.

Spanish (DGE)

(διατρῐβή) -ῆς, ἡ
A sin determ. locales
gener. abs. o c. gen. o adj.
I en sent. temp.
1 c. or. nominal rato, tiempo ὄνομα δ' ἑκάστου δ. πολλὴ λέγειν = decir el nombre de cada uno llevaría un largo rato E.Ph.751, ἐπεὶ ἔγνω ὅτι δ. ἔσται ἀμφὶ ταῦτα cuando se dio cuenta de que esas tareas llevarían su tiempo X.Cyr.6.1.23, οὐ γίνεται δ. τοιαύτης συστάσεως = no se mantiene mucho la duración de esa situación de un fenómeno meteorológico, Arist.Mete.374a12.
2 retraso, demora, tardanza ποιεῖσθαι διατριβήν Isoc.4.164, frec. en relatos hist. χρόνου δ. ... ἐμποιεῖν Th.3.38, διατριβαὶ κατέσχον αὐτόν Str.1.2.31, ἀμέλεια ... καὶ δ. Th.5.38, διατριβαὶ δὲ καὶ μελλήσεις Th.5.82, cf. 8.9, X.Oec.8.13, χρόνιος δ. D.C.41.22.1, c. gen. subjet. δ. τῶν ξυμμάχων retraso de los aliados (en acudir), Ar.Ach.193, αἱ περὶ ταῦτα τοῦ θείου διατριβαί Plu.2.549b, c. gen. obj. δ. τοῦ πολέμου = retraso en comenzar la guerra D.H.3.6.
3 forma de gastar o matar el tiempo, pasatiempo, entretenimiento c. gen. χρόνου τε διατριβὰς ... ἐφηῦρε ... πεσσοὺς κύβους τε descubrió maneras de pasar el tiempo, los juegos de damas y dados S.Fr.479.2, σχολῆς Gorg.B 11a.30, τοῦ συμποσίου Alex.190, τοῦ ἀγαθοῦ Numen.2.15
c. dat. instrum. o giro prep. ἡ ἐν τοῖς οἴνοις ... δ. Pl.Lg.641c, διατριβήν τε τῷ ποτῷ ποιῶμεν Alex.228.4, cf. LXX Pr.12.11a, ἔχαιρες ... τοῖς τόποις, τοῖς ἀνθρώποις, ταῖς διατριβαῖς Arr.Epict.3.24.5
esp. como compl. de παρέχω y dat. de pers. diversión, motivo de diversión γέλωτα τῷ σοφιστῇ καὶ διατριβὴν παρέχειν Aeschin.1.175, cf. Plu.Tim.11, παρέσχε τοῖς κωμικοῖς διατριβήν Plu.Per.4, cf. Iul.Or.3.52b
abs. (δ.) πολὺ χαριεστέρα Pl.Lg.820c, διατριβαὶ καὶ ἀναπαύσεις X.Lac.12.6, ἡδοναὶ καὶ διατριβαί D.61.56, ἐν συνουσίᾳ τινὶ καὶ διατριβῇ ... ἰδίᾳ en cierta reunión y diversión privada D.21.71, ἀπολαύσεις ... καὶ διατριβαί Plb.10.19.5, cf. D.Chr.20.18
c. juego de palabras sobre B I 1 τὸ καλούμενον ζῆν τοῦτο διατριβῆς χάριν ὄνομ' ἐστίν Alex.222.4.
II en sent. local
1 lugar de recreo ἐν τοῖς περιπάτοις καὶ ταῖς διατριβαῖς Bato 2.4, cf. Men.Fr.416.10
lugar agradable, sitio agradable, sitio de interés οὔτε ... λιμένας εἶναι παρ' αὑτοῖς οὔτε ἐμπόριον οὔτε ἄλλην διατριβὴν οὐδεμίαν Hyp.Fr.70.2, διατριβαὶ κατασκευῆς ἀξιοθεάτου I.AI 15.325.
2 recinto, local, sede τὰς ἐν τῷ Λυκείῳ καταλιπὼν διατριβὰς ἐνθάδε νῦν διατρίβεις περὶ τὴν τοῦ βασιλέως στοάν dejando los locales del Liceo ahora enseñas junto al pórtico real Pl.Euthphr.2a, ᾖα ἐπὶ τὰς συνήθεις διατριβάς Pl.Chrm.153a
dependiendo de ἔχειν habitación, morada ἱκανὴν ἔχων ὑπηρέταις καὶ ἀκολούθοις διατριβήν Luc.Hipp.5, ὅπου τὰς διατριβὰς ἔχουσιν allí donde viven Mitteis Chr.77.7 (IV d.C.), στεγναὶ διατριβαὶ οἴκων αὐτῆς las habitaciones de su casa son estancas dicho de las de la mujer ideal, LXX Pr.31.27.
3 escuela como recinto, sede de estudio o centro de estudio ἡ ἐν τῷ κήπῳ δ. Epicur.[1] 17, καταλείπω τὴν μὲν διατριβὴν Λύκωνι dejo la escuela a Licón en el testamento de Estratón de Lámpsaco, Strato Lamps.10, ἐν διατριβῇ Plb.12.25a.5, ὁ δὲ Μενέδημος ἕτερον περίπατον καὶ διατριβὴν κατεσκευάσατο Phld.Acad.Hist.7.9, ἱερὸν Περσεφόνης ἐν διατριβῇ Πανοδώρου PBerl.Borkowski A 4.12 (III/IV d.C.).
III en la esfera de la lengua y la filosofía
1 diatriba, debate, conversación, discusión, charla o plática περὶ ... νόμων τὴν διατριβὴν ... ποιήσασθαι Pl.Lg.625a, τὰς ἐμὰς διατριβὰς καὶ τοὺς λόγους Pl.Ap.37d, Grg.484e, cf. Isoc.12.19, ἡ ἐν φιλοσοφίᾳ δ. Pl.Hp.Mi.363a, αἱ πολιτικαὶ διατριβαί D.H.10.15, (διατριβάς) ἃς μετ' ἀλλήλων Aeschin.1.147, περὶ τοὺς ὁρισμοὺς ... ἡ πλείστη γίνεται δ. Arist.Top.102a8, εἴς γε τὴν ἕξιν τὴν πολιτικήν Epicur.Fr.[20.5] 30, cf. Plb.12.26b.5, Luc.Nigr.25, Ath.350b, puesta por escrito μεταγράψαι ... τὰς διατριβὰς ταῦτας Philostr.VA 1.3
convertida en la diatriba, esp. plu. las diatribas como tít. de géneros filosófico-científicos atribuidos a Archyt.B 4, esp. a cínicos y estoicos: Aristipo y Diógenes, Aristipp.144, 146, Diog.476, Bión, D.L.2.77, Zenón y Perseo de Cition, S.E.P.3.245, D.L.7.36, Cleantes, D.L.7.175, Esfero, D.L.7.178, cf. Arr.Epict.3.24.40, ἐρωτικαὶ διατριβαί, περὶ σοφίας διατριβῶν ζʹ tít. de dos obras de Aristón de Quíos, D.L.7.163
retórico Δ. περὶ τῶν ἐν συμποσίῳ D.Chr.27 (tít.).
2 como técnica dominada y susceptible de ser enseñada ejercicio, instrucción, estudio, cultura δ. τεχνική una instrucción técnica, disciplina Isoc.15.206, cf. 88, Παυσανίου ... κατὰ τὴν διατριβὴν πυθομένου πῶς ἄν τις γένοιτο ἐπιφανέστατος D.S.16.94, bajo un maestro τὰς ... μετὰ Σωκράτους διατριβάς Pl.Clit.406a
escuela τῶν φιλοσόφων τὰς διατριβὰς ἀφώνους las escuelas de los filósofos están mudas Posidon.253.103, cf. Luc.Alex.5, ἡ Ἐπικούρου δ. Numen.24.33, ἡ ἐν Ῥόδῳ διατριβὴ Ποσειδωνίου τοῦ φιλοσόφου Sud.s.u. Ἰάσων
secta, religión Μωυσοῦ καὶ Χριστοῦ Gal.8.579, en la India, Asoka Edict.1S.
3 ret. hecho de detenerse, extenderse en un tema, tratamiento extenso δ. τῶν λόγων Is.11.37, (Φίλιππος) πλείστην ... ἐποιήσατο διατριβὴν πρὸς τοὺς ἐμοὺς λόγους (Filipo) se detuvo principalmente en (contestar) mis palabras Aeschin.2.38, cf. Arist.PA 682a33
como figura ret. ocasión para detenerse en un tema οὐκ ἔχει πολλὰς διατριβάς del discurso deliberativo, Arist.Rh.1418a28, cf. Men.Rh.335, 336
ampliación, detenimiento δ. βραχέος διανοήματος ἠθικοῦ ἔκτασις ... τὸ ἦθος τοῦ λέγοντος ἐν τῇ γνώμῃ τοῦ ἀκούοντος Hermog.Meth.5.
IV fig.
1 trato c. dat. o σύν y dat. σὺν τοῖς ἀγαθοῖς καὶ κακοῖς Crates Theb.Ep.12, τῇ δεῦρο πολλῇ διατριβῇ = con el excesivo trato con las cosas de este mundo Aristid.Quint.54.14.
2 trato sexual Procop.Arc.2.5.
B c. determ. locales
I c. dat. loc. u otros giros prep.
1 ocupación, frecuentación ἐν τῷ αὐτῷ χωρίῳ τὴν διατριβὴν ποιεῖσθαι Hp.VM 16, ἐν τῷ γυμνασίῳ Hp.Vict.3.76, ἐπὶ δὲ τῇ πυρίῃ Hp.Steril.230
frec. plu. ἐν ἀγορᾷ τὴν διατριβὴν ψέγεις censuras el pasar el tiempo en el ágora Ar.Nu.1055, ἐν τοῖς δικαστηρίοις And.4.22, ἐν τῷ πλοίῳ Dieuch.19.16, ἐν ἀγροῖς Ph.2.291, ἔξω τῆς παρεμβολῆς LXX Le.14.8
c. localizaciones geogr. residencia, estancia, morada ἡ ἐν Σικελίᾳ δ. Pl.Ep.338a, ἐν τῇ Χαλκίδι Plb.5.26.3, ἐν τῇ Ῥόδῳ τὰς παρ' αὐτῇ διατριβὰς ἐποιούμεθα Diog.Oen.122.3.4, cf. D.C.41.7.2, 43.20.2, ἐν ἀλλοδαπε͂ς (l. -αῖς) τὴν διατριβὴν ποιούμενος PGoodsp.Cair.15.21 (IV d.C.).
2 de anim. habitación, vida ἐν τῇ ὑγρῷ Arist.HA 487a20, ἐν τῇ γῇ Arist.Iuu.474b26, ἐπὶ τῶν αὐτῶν τόπων Plb.8.26.1, ἐπὶ τῶν πετρῶν Arist.HA 617a17.
3 c. determ. de abstr. o pers. ocupación, dedicación c. dat. o c. περὶ y ac. σκαριφησμοῖσι λήρων διατριβὴν ἀργὸν ποεῖσθαι ocuparse de superficialidades de tontos Ar.Ra.1498, περὶ τὰς τοιαύτας ἀκολασίας Lys.16.11, διὰ τὸ εἶναί μοι τὰς διατριβὰς περὶ τὸ ἐμπόριον D.33.5, περὶ τὸν ὕπατον ... ποιεῖσθαι ... τὴν ὅλην διατριβήν dedicarse exclusivamente al cónsul Plb.6.31.3, c. inf. μίαν ἔχειν διατριβὴν ... διοικεῖν ... τὸν ἐν Μακεδονίᾳ πόλεμον Plb.29.1.1.
II c. determ. de términos intelectuales cultura, estudio ἐν λόγοις Pl.Ly.204a, περὶ μοῦσαν Pl.Lg.802c, περὶ ἀριθμοὺς δ. el estudio de los números Pl.Lg.747b, ἡ περὶ τοὺς σοφιστὰς δ. φλυαρία (dicen algunos que) la cultura de los sofistas es tontería Isoc.15.197, cf. 175, 204, 269, abs. δ. τις τῷ βίῳ op. βίος προβατίου Ar.Pl.923, τοὺς ἐν φιλοσοφίᾳ καὶ τῇ τοιᾷδε διατριβῇ τεθραμμένους Pl.Tht.172c, cf. Arist.Pol.1342a32, Cat.13a24, περὶ ... τῆς ἐμῆς εἴτε βούλεσθε καλεῖν δυνάμεως εἴτε φιλοσοφίας εἴτε διατριβῆς sobre mi, llamadle si queréis habilidad, filosofía u ocupación intelectual Isoc.15.50, cf. 2, definida como γυμνασία τῆς ψυχῆς καὶ παρασκευὴ φιλοσοφίας Isoc.15.266, δ. τε καὶ ζήτησις Vett.Val.281.8.

German (Pape)

[Seite 608] ἡ, das Zerreiben, bes. das Verbrauchen der Zeit; – a) Verzögerung; διατριβὴν χρόνου ἐμποιεῖν, Thuc. 3, 38, wie Hdn. 3, 14, 9; ἐμβάλλειν, Plut. Nic. 20; διατριβῆς ἐγγινομένης, Thuc. 8, 9; Hdn. öfter; διατριβὴν ἔχειν, von Sachen, die Zeit erfordern, Plut. Pericl. 12; Luc. D. mar. 6, 2. Aehnl. δ. ἔσται ἀμφὶ ταῦτα Xen. Cyr. 6, 1, 20; διατριβὴν ποιεῖσθαι, zögern, Gegensatz σπεύδειν, Isocr. 4, 164; dah. geradezu = Zögerung, tadelnd, Xen. Hell. 6, 5, 89. – Vom Orte, wo man verweilt, Plat. Charm. 153 a. – b) Verwenden der Zeit auf eine Beschäftigung, Studium; διατριβὰς ποιεῖσθαι περί τι, Lys. 16, 11; ἡ περὶ ταῦτα διατριβή Plat. Soph. 225 d; ᾡ περὶ Διόνυσον καὶ Ἀφροδίτην πᾶσα ἡ δ. Conv. 177 e; οὐκ ἀφανεῖς διατριβὰς διατρίβω Aesch. 1, 121; u. so Folgde gew.; πρός τι, Aesch. 2, 38; ἐπί τινι, Ar. Ran. 1498; οἷς ἡ δ. ἐπὶ ταῖς τῶν πέλας ἁμαρτίαις Arist. rhet. 2, 6, von den κωμῳδοποιοί – Übh. = Lebensart; Xen. Apolog. 30; Leben, ἐν ἄστει, Sp. Auch = Unterredung; Plat. Phaedr. 227 b; vgl. διατριβὰς μετ' ἀλλήλων διέτριβον, Umgang, Aesch. 1, 147; Unterricht, Isocr. 12, 19; Vorlesung, Luc. Nigr. 25. – c) Zeitvertreib, Ergötzlichkeit; δ. καὶ γέλωτα παρέχειν τινί Aesch. 1, 175; vgl. Plut. Alc. 13; διατριβὴν παρεῖχον εἰ c. opt. Timol. 11; συμποσίου διατριβὴν ἐξεῦρε Alexis Ath. XIV, 642 c; Vergnügungsort, Plut. Flam. 3. – d) feindliche Reibung, Zwist; πολιτικαί Dion. Hal. 10, 15.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
I. action de faire passer le temps ; délai, retard : ἔργα διατριβὴν ἔχοντα PLUT ouvrages qui demandent du temps ; διατριβὴν ποιεῖσθαι ISOCR prendre son temps;
II. manière d'employer le temps, particul. :
1 passe-temps (jeu, conversation, etc.) ; διατριβὰς μετ' ἀλλήλων διατρίβειν ESCHN passer son temps, càd converser les uns avec les autres;
2 occupation sérieuse, travail, étude surtout au plur. διατριβὰς ποιεῖσθαι περί τι, ἔν τινι s'adonner à qch ; particul. réunion de gens qui causent de lettres, d'art, de philosophie;
3 p. suite genre de vie ; action de passer son temps, de vivre, de séjourner qqe part, séjour, fréquentation;
4 lieu de passe-temps ; école.
Étymologie: διατρίβω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διατριβή -ῆς, ἡ [διατρίβω] van tijd tijdgebruik:; ὄνομα δ’ ἑκάστου διατριβὴ πολλὴ λέγειν het neemt veel tijd de naam van ieder afzonderlijk te vertellen Eur. Phoen. 751; tijdverlies, oponthoud:; διατριβὴν ἐμποιεῖν oponthoud veroorzaken Thuc. 3.38.1; μηδεμίαν ποιεῖσθαι διατριβήν zich geen oponthoud gunnen (geen tijd verliezen) Isocr. 4.164; uitbr.: οὐκ ἔχει πολλὰς διατριβάς (een politieke rede) biedt niet veel gelegenheid om uit te weiden Aristot. Rh. 1418a27. concr. tijdbesteding, tijdverdrijf:; εἰ μὴ φανεῖται διατριβή τις τῷ βίῳ als er geen tijdverdrijf in het leven zal zijn Aristoph. Pl. 923; ἡ ἐν τοῖς οἴνοις δ. het tijdverdrijf met wijn Plat. Lg. 641c; serieuze bezigheid, studie:; περὶ Διόνυσον καὶ Ἀφροδίτην πᾶσα ἡ διατριβή zijn hele bezigheid geldt Dionysus en Aphrodite Plat. Smp. 177e; school:; ὧν οἱ ἀδελφοὶ ἐν ταύτῃ τῇ διατριβῇ γεγόνασιν wier broers in onze school aanwezig zijn geweest Plat. Ap. 33e; debat, gesprek:. περί... νόμων τὴν διατριβήν... ποιήσασθαι een debat houden over wetten Plat. Lg. 625a; οὐκ οἷοί τε ἐγένεσθε ἐνεγκεῖν τὰς ἐμὰς διατριβάς jullie waren niet in staat mijn gesprekken te verdragen Plat. Ap. 37d. van plaats verblijf:; ἐν τῷ αὐτῷ χωρίῳ τὴν διατριβὴν ποιεῖσθαι op dezelfde plaats verblijf houden Hp. VM 16; ἐν ἀγορᾷ τὴν διατριβὴν ψέγεις jij keurt het verblijf op de agora af Aristoph. Nub. 1055; verblijfplaats:. ᾖα ἐπὶ τὰς συνήθεις διατριβάς ik ging naar de vertrouwde hang-outs Plat. Chrm. 153a.

Russian (Dvoretsky)

διατρῐβή:
1 (тж. δ. χρόνου Thuc.) промедление, задержка: διατριβῆς γιγνομένης Thuc. так как произошла задержка; μηδεμίαν ποιεῖσθαι διατριβήν Isocr. не терять времени; διατριβὴν ἔχειν Plut., Luc. требовать (длительного) времени;
2 времяпрепровождение, занятие: διατριβὰς ποιεῖσθαι ἐπί τι Lys. проводить время в чем-л.; δ. περί τι Plat., ἐπί τινι Arph., Arst., πρός τι Aeschin. и ἔν τινι Arst. занятие чем-л.; ἀφανεῖς διατριβὰς διατρίβειν Aeschin. заниматься неизвестными делами;
3 образ жизни (δουλοπρεπής Xen.; ἐν τῷ ὑγρῷ или ἐν ὕδατι, ἐπὶ τῶν πετρῶν Arst.; διατριβαὶ καὶ δίαιται ἐλευθέριοι Plut.);
4 беседа (διατριβὰς μετ᾽ ἀλλήλων διατρίβειν Aeschin.; διαλεκτικὰς ποιεῖσθαι τὰς διατριβάς Arst.): τίς οὖν δὴ ἦν ἡ δ.; Plat. о чем же это шла беседа?;
5 развлечение, забава (διατριβὴν παρέχειν τινί Aeschin., Plut.);
6 место увеселений (διατριβαὶ καὶ λειμῶνες ἡδεῖς Plut.);
7 обучение, школа (οἱ μετεσχηκότες τῆς ἐμῆς διατριβῆς Isocr.).

Greek Monolingual

η (AM διατριβή)
1. διαμονή, παραμονή σ' έναν τόπο
2. απώλεια, κατανάλωση χρόνου, χρονοτριβή, καθυστέρηση, αναβολή
3. ενασχόληση, απασχόληση με κάτι, επίδοση σε κάτιείναι ανώφελη η διατριβή σ' αυτά τα θέματα», «ἀργὸν ποιεῖσθαι ἐπὶ σεμνοῖσιν λόγοισι... διατριβὴν»)
4. σύντομη μελέτη, πραγματεία
νεοελλ.
1. επικριτικό δημοσίευμα σε εφημερίδα
2. φρ. α) «διδακτορική διατριβή» ή «εναίσιμος επί διδακτορίᾳ διατριβή» — πρωτότυπη μελέτη πάνω σ' ένα ειδικό επιστημονικό θέμα που συντάσσεται για την απόκτηση διδακτορικού διπλώματος
β) «διατριβή επί υφηγεσίᾳ» — πραγματεία, μελέτη ή σύγγραμμα που υποβάλλει ο διδάκτορας για να καταλάβει έδρα υφηγητή
αρχ.
1. διασκέδαση, τέρψη («εἰ μὴ φανεῖται διατριβή τις ἐν τῷ βίῳ», Αριστοφ.)
2. αφορμή γέλιου, χλευασμού («παρέσχε τοῖς κωμικοῖς διατριβὴν», Πλούτ.)
3. τόπος διασκεδάσεως
4. σπουδαία απασχόληση, μελέτη («τοὺς ἐν φιλοσοφίᾳ καὶ τῇ τοιᾷδε διατριβῇ τεθραμμένους»)
5. φιλοσοφική σχολή («Ἐπικούρου διατριβή») και τόπος όπου γίνεται διδασκαλία, σχολείο («ἡ ἐν τῷ κήπῳ διατριβή», Επίκ.)
6. τρόπος ζωής, τρόπος που περνά κανείς τον καιρό του («διατριβὴ ἐν ἀγορᾷ», Αριστοφ.)
7. τόπος συναντήσεως, εντευκτήριο («τὰς ἐν Λυκείῳ καταλιπὼν διατριβὰς ἐνθάδε νῦν διατρίβεις», Πλάτ.)
8. (ρητορ.) αφορμή για επιμονή σ' ένα ζήτημα («καὶ ούκ ἔχει πολλὰς διατριβὰς, οἶον πρὸς ἀντίδικον ἢ περί αὐτοῦ», Αριστοτ.)
9. συνέχεια, διάρκεια
10. συνουσία, σαρκική επαφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διατρίβω. Η νεοελλ. σημασία «πρωτότυπη επιστημονική μελέτη για ένα θέμα» αποτελεί αντιδάνειο της Ελληνικής (πρβλ. γαλλ. diatribe < λατ. diatriba < αρχ. ελλ. διατριβή)].

Greek Monotonic

διατρῐβή: ἡ,
I. 1. τρόπος κατανάλωσης του χρόνου, από όπου, παιχνίδι, διασκέδαση, σε Αριστοφ., Δημ.
2. επιμελής ασχολία, μελέτη, σπουδή, σε Αριστοφ., Πλάτ.
3. τρόπος ζωής, τρόπος με τον οποίο περνά κανείς το χρόνο του, βίου, δ. ἐν ἀγορᾷ, σε Αριστοφ.
II. με αρνητική σημασία, χάσιμο χρόνου, καθυστέρηση, χρονοτριβή, σε Ευρ.· στον πληθ., σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

διατρῐβή: ἡ, κατατριβή, φθορά, ἰδίως ἐπὶ χρόνου, κατανάλωσις, χρόνου τε διατριβὰς… ἐφηῦρε…, πεσσούς κύβους τε, τρόπους τοῦ διέρχεσθαι καὶ δαπανᾶν τὸν χρόνον, διασκεδάσεις, Σοφ. Ἀποσπ. 380.1-ἐντεῦθεν ἀπολ.,
1) διασκέδασις, τέρψις, Ἀριστοφ. Πλ. 923, Ἄλεξ. Ταραντ. 3.4, κτλ.· ἐν συνουσίᾳ τινὶ καὶ διατριβῇ Δημ. 537.18· γέλωτα καὶ δ. παρέχειν τινὶ Αἰσχίν. 25.1· τοῦ συμποσίου δ. Ἄλεξ. Πολυκλ. 1· παρέσχε τοῖς κωμικοῖς δ., ὕλην διακωμῳδήσεως, Πλούτ. Περικλ. 4· ―τόπος διασκεδ
άσεως, Μένανδ. Ὑποβ.2.10, Βάτων Ἀνδρ.1.4. 2) σπουδαία ἐνασχόλησις, ἐργασία, μελέτη, ἐν φιλοσοφίᾳ καὶ τῇ τοιᾷδε δ. Πλάτ. Θεαιτ. 172C· διατριβὴν ποιεῖσθαι περί τι Λυσ. 146.35, Ἰσαῖ. 87.36· πρός τι Αἰσχίν. 33.15· ἐπί τινι Ἀριστοφ. Βατρ. 1498· ἰδίως ἐπὶ λόγου ἢ διδασκαλίας, Πλάτ. Ἀπολ. 37D· αἱ πολιτικαὶ δ. Διον. Ἁλ. 10.15.
β) σχολὴ φιλοσοφικὴ, Ἀθήν. 211C, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως τόπος ἔνθα γίνεται διδασκαλία, σχολεῖον, ὁ αὐτ. 350Α. 3) τρόπος ζωῆς, τρόπος καθ’ ὃν διέρχεταί τις τὸν χρόνον, δ. ἐν ἀγορᾷ Ἀριστοφ. Νεφ. 1058· δ. νέων ἐν δικαστηρίοις Ἀνδοκ. 32.2· ἡ ἐν Σικελίᾳ δ., ἡ ἐκεῖ διαμονή, Ἐπ. Πλάτ. 337Ε· τὰς ἐν Λυκείῳ δ. ὁ αὐτ. Εὐθύφρ. 2Α· ποιεῖσθαι ἐν τῷ ὕδατι τὴν δ., ἐν τῇ γῇ Ἀριστ. Ἱστ.Ζ. 8.3,12, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἀπώλεια, φθορὰ χρόνου, ἀναβολή, ἀργοπορία, μετὰ γενικῆς χρόνου ἢ ἄνευ αὐτῆς, Εὐρ. Φοιν. 751, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., Θουκ. 5.82· διατριβὴν ἐμποιεῖν, παρέχειν ὁ αὐτ. 3.38, Ξεν. Οικ. 8,13, κτλ.· διατριβὴν πότῳ ποεῖν, ἐπιμηκύνω, παρατείνω συμπόσιον, Ἄλεξ. Τιτθ.1. ΙΙΙ. ἐν τῇ ῥητορικῇ, ἀφορμὴ πρὸς ἐπιμονὴν ἔν τινι ζητήματι, πρβλ. ἐπιμονή, Λατ. commοratio, Ἀριστ. Ρητ. 3.17,10. IV. συνέχεια, διάρκεια, ὁ αὐτ. Μετεωρ. 3.4,12.

Middle Liddell

διατρῐβή, ἡ, n [from διατρῑ/βω]
I. a way of spending time: hence, a pastime (pass-time), amusement, Ar., Dem.
2. serious employment, study, Ar., Plat.,
3. a way of life, living, δ. ἐν ἀγορᾷ Ar.
II. in bad sense, a waste of time, delay, Eur.; in plural, Thuc.

English (Woodhouse)

amusement, business, delay, occupation, pastime, pursuit, sojourn, study, expenditure of time, spending one's time, waste of time, way of occupying oneself, way of spending time

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

pastime

Armenian: ժամանց; Bulgarian: забавление, развлечение; Catalan: passatemps; Chinese Mandarin: 消遣, 娛樂/娱乐; Czech: zábava, kratochvíle; Dutch: hobby, tijdverdrijf, ontspanning; Faroese: dagdvølja; Finnish: ajanviete, viihdyke, huvi; French: passe-temps; German: Zeitvertreib; Greek: διασκέδαση, αναψυχή; Ancient Greek: ἀπάτα, ἀπάτη, δάμωμα, δήμωμα, διαγωγή, διατριβή, ἑορτή, ὁρτή, παιδιά, παιδιή, ψυχαγωγία; Hebrew: בילוי‎; Hungarian: időtöltés; Irish: caitheamh aimsire, spórt; Italian: passatempo; Japanese: 娯楽; Latin: ludus, oblectamen, oblectamentum; Maori: runaruna; Norwegian Bokmål: tidsfordriv; Nynorsk: tidsfordriv; Pennsylvania German: Zeitverdreib; Persian: سرگرمی‎; Polish: rozrywka; Portuguese: passatempo; Russian: времяпрепровождение, развлечение, увеселение, забава; Sanskrit: देवना; Scottish Gaelic: cur-seachad, caitheamh-aimsire; Spanish: pasatiempo; Swedish: förströelse, tidsfördriv; Tagalog: palipas-oras; Turkish: eğlence, hobi, meşgale

diatribe

Czech: diatriba; French: diatribe; German: Suada; Greek: διατριβή; Ancient Greek: διατριβή; Ido: diatribo; Italian: diatriba, concione, arringa; Portuguese: diatribe; Romanian: diatriba; Russian: диатриба; Spanish: diatriba

delay

Arabic: تَأْخِير‎, تَأَخَّر‎; Egyptian Arabic: مهلة‎; Armenian: ուշացում; Assamese: পলম, দেৰি; Azerbaijani: ləngimə, yubanma, gecikmə, təxir; Belarusian: затрымка, прыпынак, прамаруджанне, спазненне; Bulgarian: отлагане, забавяне, закъснение; Catalan: retard, demora, endarreriment; Chinese Mandarin: 遲延/迟延, 延遲/延迟; Czech: zpoždění; Dutch: vertraging; Esperanto: prokrasto; Finnish: viivästys, viive, viipymä, viivästymä, jahkailu, viivyttely, vitkastelu, aikailu, kuhnailu, lykkäys, vitkuttelu; French: délai, retard; Galician: demora, mora, retraso; German: Verzögerung, Verspätung; Greek: καθυστέρηση; Ancient Greek: διατριβή, τριβή, μονή, ἕδρα, μελλήματα, μέλλησις, ἐπιμονή, ἐπίσχεσις, μελλώ; Hebrew: איחור / אִחוּר‎; Hindi: देर, विलंब; Hungarian: késedelem, késés; Icelandic: töf; Indonesian: keterlambatan; Irish: faillí; Italian: ritardo; Japanese: 遅れ, 遅延; Korean: 지연(遲延), 지체(遲滯); Kurdish Central Kurdish: دواخستن‎, پاشخستن‎; Latin: mora; Macedonian: одложување; Maltese: dewmien; Maori: akutōtanga, roa; Norwegian Bokmål: forsinkelse; Persian: دِرَنگ‎, دیرکَرد‎; Polish: opóźnienie; Portuguese: atraso, demora, mora, espera; Romanian: întârziere; Russian: задержка, промедление, опоздание; Scottish Gaelic: dàil; Slovak: sklz, zdržanie, meškanie; Slovene: zamuda, odlašanje; Somali: daahi; Spanish: retraso, demora; Swedish: försening, fördröjning, uppskov; Telugu: ఆలస్యము; Thai: ดีเลย์; Tigrinya: ደንጐየ, ድንጓየ, ደንጎየ; Turkish: gecikme, rötar; Ukrainian: затримка, затримка, задержка, гаянка, зволікання, спі́знення; Urdu: دیر‎; Yiddish: אָפּלייג‎; Zazaki: rotar, peymende

conversation

Afrikaans: gesprek; Albanian: llafosje, bisedë; Arabic: ⁧مُحَادَثَة⁩, ⁧مُكَالَمَة⁩, ⁧حِوَار⁩; Armenian: խոսակցություն, զրույց, երկխոսություն; Asturian: conversación; Azerbaijani: söhbət, qonuşma, danışıq; Basque: elkarrizketa; Belarusian: размова, гутарка; Bhojpuri: 𑂥𑂰𑂞𑂍𑂯𑂲; Bulgarian: разговор, беседа, диалог, общуване, разговаряне; Burmese: အပြော; Catalan: conversa, conversació; Chinese Mandarin: 會話/会话, 談話/谈话, 對話/对话; Cornish: keskows, keskowsow; Crimean Tatar: qonuşma, subet, musaabe; Czech: konverzace, rozhovor; Dalmatian: conversatiaun; Danish: konversation, samtale; Dutch: gesprek, conversatie; Esperanto: konversacio, interparolo; Estonian: vestlus; Faroese: samrøða, prát; Finnish: keskustelu; French: conversation; Galician: conversación, conversa; Georgian: საუბარი, ლაპარაკი; German: Gespräch, Unterhaltung, Konversation; Alemannic German: Underhaltig; Greek: συνομιλία, συζήτηση, συνδιάλλαξη, συνδιάλεξη, κουβέντα; Ancient Greek: διαλάλησις, διάλεκτος, διάλεξις, διαλογή, διαλογισμός, διάλογος, διατριβή, διερμήνευσις, ἔντευξις, ἐντυχία, κοινολογία, λαλιά, λαλιή, λέσχαι, λέσχη, λόγος, μῦθος, ξυνουσία, ξυντυχία, ὁμίλησις, ὁμιλία, ὁμιλίη, προλαλιά, συλλάλημα, συλλάλησις, συλλαλιά, συνομιλία, συνουσία, συνουσίασμα, συνουσιασμός, συνουσίη, συντυχία, συντυχίη, τὸ λάλον, τὸ ὁμιλητόν; Hausa: batu; Hebrew: ⁧שִׂיחָה⁩; Hindi: बातचीत; Hungarian: beszélgetés, társalgás; Icelandic: samtal; Indonesian: percakapan; Irish: comhrá; Italian: conversazione, dialogo, discorso; Japanese: 会話, 談話, 対話, 話, カンバセーション; Kannada: ಸಂಭಾಷಣೆ; Kazakh: сөйлесім, әңгіме; Khmer: សន្ទនា; Korean: 대화(對話), 회화(會話), 이야기; Kurdish Central Kurdish: ⁧گفتوگۆ⁩, ⁧بارودۆخ⁩; Northern Kurdish: suhbet; Kyrgyz: сүйлөшүү; Ladino: kolokyo, charla, lakirdi; Lao: ການສົນທະນາ; Latin: colloquium, sermo; Latvian: saruna; Lithuanian: pokalbis; Luganda: emboozi; Luxembourgish: Gespréich; Macedonian: разговор; Magahi: 𑂏𑂪𑂥𑂰𑂞; Malay: perbualan, percakapan; Malayalam: സംഭാഷണം; Maori: reoreo; Marathi: संवाद, संभाषण; Mongolian Cyrillic: яриа, үг; Norman: convèrsâtion; Norwegian Bokmål: samtale, konversasjon; Nynorsk: samtale, konversasjon; Oromo: haasaa; Persian: ⁧گفتگو⁩, ⁧صحبت⁩, ⁧مکالمه⁩; Polish: rozmowa, konwersacja; Portuguese: conversa, conversação; Romanian: conversație, convorbire; Russian: разговор, беседа; Scottish Gaelic: còmhradh, agallamh; Serbo-Croatian Cyrillic: ра̏згово̄р; Roman: rȁzgovōr; Slovak: konverzácia, rozhovor; Slovene: pogȏvor; Spanish: conversación; Swahili: mazungumzo; Swedish: samtal, konversation; Tajik: гуфтугӯ, сӯхбат, муколама; Telugu: సంభాషణ; Thai: การสนทนา; Tibetan: སྐད་ཆ, བཀའ་མོལ; Tok Pisin: toktok; Turkish: sohbet, konuşma, muhabbet, diyalog; Turkmen: gürrüň, söhbet; Ukrainian: розмова, бесіда; Urdu: ⁧بات چیت⁩; Uyghur: ⁧سۆھبەت⁩, ⁧سۆزلىشىش⁩, ⁧دىئالوگ⁩, ⁧پاراڭلىشىش⁩; Uzbek: suhbat, gaplashish, gap, soʻz, mukolama; Vietnamese: đối thoại; Volapük: spikot, spikotam; Welsh: sgwrs, ymddiddan; West Frisian: petear; Yiddish: ⁧שמועס⁩, ⁧געשפּרעך⁩

sexual intercourse

Afrikaans: seksuele omgang; Albanian: marrëdhënie seksuale; Arabic: جِمَاع‎, مُجَامَعَة‎, مُضَاجَعَة‎; Armenian: սեռական հարաբերություն; Azerbaijani: cinsi əlaqə; Belarusian: палавыя зносіны, сукупленне, палавы акт, плоцевы акт; Bengali: যৌনসঙ্গম; Breton: darempredoù revel; Bulgarian: съвокупление, полово сношение; Burmese: သံဝါသ; Catalan: relació sexual; Chinese Cantonese: 性交; Mandarin: 性交, 房事, 交合; Czech: pohlavní styk, soulož; Danish: samleje; Dutch: geslachtsgemeenschap, sexuele betrekkingen, seksueel verkeer; Esperanto: amoro; Estonian: suguühe; Faroese: samlega; Finnish: yhdyntä, seksuaalinen kanssakäyminen; parittelu; French: coït, rapport sexuel, relation sexuelle, union charnelle, union sexuelle; Georgian: სქესობრივი კავშირი, სექსი, კოიტუსი, სქესობრივი აქტი; German: Geschlechtsverkehr, Koitus; Gothic: 𐌲𐌰𐌻𐌹𐌲𐍂𐌹; Greek: συνουσία, ερωτική επαφή, ζευγάρωμα; Ancient Greek: ἀφροδίσια, ἀφροδισιασμός, βίνημα, βῖνος, γαμική ὁμιλία, γάμος, διφυής Ἔρως, ἔντευξις, ἐπιπλοκή, ζώνη, κοινωνία, κωβήλη, μίξις, μῖξις, μιξοιφία, ξύμμιξις, ξυνήθεια, ξύνοδος, ξυνουσία, ὁμιλία, ὁμιλίη, πλησιασμός, πόθοδος, πόσοδος, πρᾶξις ἡ γεννητική, πρόσοδος, σπλέκωμα, συγκαθεύδησις, σύμμειξις, συμμιξία, σύμμιξις, συμπλοκή, συνέλευσις, συνήθεια, σύνοδος, συνουσία, συνουσίασμα, συνουσιασμός, συνουσίη; Gujarati: સંભોગ; Hebrew: יַחֲסֵי מִין‎, הזדווגות \ הִזְדַּוְּגוּת‎; Hindi: संभोग, सहवास, सम्भोग; Hungarian: nemi közösülés, közösülés; Icelandic: kynmök, mök, samfarir; Ido: koito; Indonesian: hubungan seksual; Irish: comhriachtain, caidreamh collaí, bualadh craicinn, déanamh craicinn; Italian: rapporto sessuale, coito; Japanese: 性交; Kannada: ಸಂಭೋಗ; Kazakh: жыныстық акт, жыныстық қатынас; Khmer: ការរួមភេទ, រតិកម្ម; Korean: 성교(性交); Kurdish Northern Kurdish: guhnelî, perîn, têkiliyên zayendî, gan; Kyrgyz: жакындашуу, жыныстык жакындашуу; Lao: ການນອນນຳກັນ, ການຮ່ວມເພດ; Latin: coitus; Latvian: dzimumakts; Lithuanian: lytinis aktas, sueitis; Macedonian: полов однос, сексуален однос; Malagasy: firaisana ara-nofo, firaisana; Malay: persetubuhan; Malayalam: ലൈംഗികബന്ധം; Marathi: संभोग; Mongolian Cyrillic: хурьцал; Mongolian: ᠬᠤᠷᠢᠴᠠᠯ; Norwegian Bokmål: kjønnslig omgang, samleie; Old English: hǣmed, leġertēam, wīfġemāna; Oromo: gaana; Pashto: غو‎ or; Persian: آمیزش‎, آمیزش جنسی‎, جماع‎; Polish: stosunek płciowy; Portuguese: relação sexual; Romanian: relație sexuală, futut, contact sexual; Russian: половое сношение, сношение, половой акт, совокупление, половой акт; Scots: conjugalitie; Serbo-Croatian Cyrillic: сексуални однос, сполни однос, сно̏ша̄ј; Roman: seksualni odnos, spolni odnos, snȍšāj; Sinhalese: ලිංගික සංසර්ගය; Slovak: pohlavný styk, súlož; Slovene: spolni odnos, spolno občevanje; Spanish: coito, relación sexual, cópula; Swedish: samlag; Tagalog: sariing talamitan, pagtatalik; Tajik: ҷамъкунӣ, яккунӣ, ҷамъшавӣ, якшавӣ, ҷимоъ; Tamil: பாலுறவு; Tatar: җенси якынлык, җенси мөнәсәбәт; Telugu: సంభోగము; Thai: การร่วมประเวณี, การร่วมเพศ, เพศสัมพันธ์; Turkish: cinsel ilişki, çiftleşmek, çiftleşme; Turkmen: jynsy gatnaşyk; Ukrainian: статеві зносини, злягання, статевий акт; Urdu: جماع‎; Uzbek: jinsiy aloqa, qovushish, qoʻshilish; Vietnamese: giao cấu, giao hợp, giao phối, tính giao

coitus

Arabic: جِمَاع‎, مُجَامَعَة‎, مُضَاجَعَة‎; Catalan: coit; Chinese Mandarin: 性交; Czech: soulož, koitus; Dutch: coïtus; Finnish: sukupuoliyhdyntä; French: coït; Galician: coito; Georgian: სექსუალური აქტი, კოიტუსი, შეჯვარება, დაწყვილება; German: Koitus, Geschlechtsverkehr; Greek: συνουσία; Hebrew: בְּעִילָה‎; Hungarian: szex, közösülés; Ido: koito; Indonesian: koitus; Italian: coito; Japanese: 性交; Korean: 성교(性交); Latin: coitus; Lithuanian: sueitis; Pashto: غو‎; Portuguese: coito; Romanian: coit; Russian: половое сношение, сношение, половой акт, совокупление, коитус; Slovak: koitus, súlož, sex; Spanish: coito; Swedish: samlag; Tagalog: hindutan; Vietnamese: sự giao cấu, tính giao, giao cấu⁩