διτάλαντος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''δῐτάλαντος''': -ον, ἀξίζων ἢ ζυγίζων δύο τάλαντα, Ἡρόδ. 1. 50., 2. 96· δ. εἶχες ἔρανον Δημ. 329. 17.
|lstext='''δῐτάλαντος''': -ον, ἀξίζων ἢ ζυγίζων δύο τάλαντα, Ἡρόδ. 1. 50., 2. 96· δ. εἶχες ἔρανον Δημ. 329. 17.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui pèse <i>ou</i> vaut deux talents.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[τάλαντον]].
}}
}}