δυσφώρατος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_17)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσφώρᾱτος''': -ον, ὁ δυσκόλως φωρώμενος, ἀνακαλυπτόμενος, Πλούτ. 2. 51D. - Ἐπίρρ. -τως Βασίλ.
|lstext='''δυσφώρᾱτος''': -ον, ὁ δυσκόλως φωρώμενος, ἀνακαλυπτόμενος, Πλούτ. 2. 51D. - Ἐπίρρ. -τως Βασίλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à prendre en flagrant délit.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[φωράω]].
}}
}}