τιτρώσκω: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_20)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τιτρώσκω''': Πλάτ. καὶ Ξεν.· [[ὡσαύτως]] [[τρώω]], (ἴδε κατωτ. 3)· μέλλ. τρώσω Εὐρ. Κύκλ. 422, (κατα-) Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 15· ἀόρ. ἔτρωσα Ιλ. Ψ. 341, Ἀττ.· πρκμ. τέτρωκα Ἀχιλλ. Τάτ. 2. 22· ὑπερσ. ἐτετρώκει Φιλόστρ. 690. - Παθητ., μέλλ. τρωθήσομαι Πλάτ. Κρίτων 51Β καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ τρώσομαι Ἰλ. Μ. 66· ἀόρ. ἐτρώθην Εὐρ. Ἀνδρ. 616, Ξενόφ.· γ΄ μέλλ. τετρώσομαι Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 37· παθ. πρκμ. τέτρωμαι Ἡρόδ., Ἀττ. (Ἴδε ἐν λ. [[τείρω]]). Τραυματίζω, πληγώνω, Ἰλ. Ψ. 341, Ὀδ. 11. 293, κλπ.· χαλκῷ [[μέλη]] τετρωμένοι Πινδ. Π. 3. 85· θνήσκοντας ἢ τετρωμένους Αἰσχύλ. Θήβ. 242 (περὶ τοῦ ἐν Ἀγ. 868, ἴδε ἐν λέξ. [[τετραίνω]])· ἐπὶ βέλους, Ἀντιφῶν 121. 28· τετρῶσθαι τὸν μηρὸν Ἡρόδ. 6. 5· εἰς τὴν γαστέρα Ξεν. Ἀν. 2. 5, 33· [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., τιτρώσκειν φόνον, ἐπιφέρειν [[τραῦμα]] θανατηφόρον, Εὐρ. Ἱκέτ. 1205· τετρωμένους καιρίας σφαγὰς ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1430. 2) [[καθόλου]], [[βλάπτω]], τινὰ Ἑκαταῖ. παρὰ Λογγίνῳ 27. 2· τ. πολλὰς τῶν νεῶν Θουκ. 4. 14· αἱ ἡμίσεαι τῶν νεῶν τετρωμέναι Ἡρόδ. 8. 18· οὕτω, τ. ᾠόν, [[θραύω]], σπάνω, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 4, 5. 3) μεταφορ., ἐπὶ οἴνου, προξενῶ βλάβην, [[βλάπτω]], οἶνός τε τρώει [[μελιηδής]], ὅς τε καὶ ἄλλους βλάπτει Ὀδ. Φ. 293· τρώσει νιν [[οἶνος]] Εὐρ. Κύκλ. 422· [[οὕτως]] ἐπὶ ἔρωτος, ἐπεί μ’ [[ἔρως]] ἔτρωσε ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 392· οἱ καλοὶ τ. Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 13· ἐπὶ προσώπου, τρώσασαν ἡμᾶς, βλάψασαν ἡμᾶς, Εὐρ. Ἱππ. 703· τὰ παραδείγματα ἡμᾶς, οὐδὲν τιτρώσκει Πλάτ. Φίληβ. 13C· διχοστασίη τρώει γένος Καλλ. εἰς Ἄρτ. 133. - Παθ., τετρωμένος τὴν ψυχὴν Διόδ. 17. 112. 4) = [[συνουσιάζω]], Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 41, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν τῷ τύπῳ: «[[τρώζειν]]... συνουσιάζειν» - καὶ Ζωναρ. σ. 1753 ἐν τῷ τύπῳ: «τρωέζειν, συνουσιάζειν».
|lstext='''τιτρώσκω''': Πλάτ. καὶ Ξεν.· [[ὡσαύτως]] [[τρώω]], (ἴδε κατωτ. 3)· μέλλ. τρώσω Εὐρ. Κύκλ. 422, (κατα-) Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 15· ἀόρ. ἔτρωσα Ιλ. Ψ. 341, Ἀττ.· πρκμ. τέτρωκα Ἀχιλλ. Τάτ. 2. 22· ὑπερσ. ἐτετρώκει Φιλόστρ. 690. - Παθητ., μέλλ. τρωθήσομαι Πλάτ. Κρίτων 51Β καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ τρώσομαι Ἰλ. Μ. 66· ἀόρ. ἐτρώθην Εὐρ. Ἀνδρ. 616, Ξενόφ.· γ΄ μέλλ. τετρώσομαι Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 37· παθ. πρκμ. τέτρωμαι Ἡρόδ., Ἀττ. (Ἴδε ἐν λ. [[τείρω]]). Τραυματίζω, πληγώνω, Ἰλ. Ψ. 341, Ὀδ. 11. 293, κλπ.· χαλκῷ [[μέλη]] τετρωμένοι Πινδ. Π. 3. 85· θνήσκοντας ἢ τετρωμένους Αἰσχύλ. Θήβ. 242 (περὶ τοῦ ἐν Ἀγ. 868, ἴδε ἐν λέξ. [[τετραίνω]])· ἐπὶ βέλους, Ἀντιφῶν 121. 28· τετρῶσθαι τὸν μηρὸν Ἡρόδ. 6. 5· εἰς τὴν γαστέρα Ξεν. Ἀν. 2. 5, 33· [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., τιτρώσκειν φόνον, ἐπιφέρειν [[τραῦμα]] θανατηφόρον, Εὐρ. Ἱκέτ. 1205· τετρωμένους καιρίας σφαγὰς ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1430. 2) [[καθόλου]], [[βλάπτω]], τινὰ Ἑκαταῖ. παρὰ Λογγίνῳ 27. 2· τ. πολλὰς τῶν νεῶν Θουκ. 4. 14· αἱ ἡμίσεαι τῶν νεῶν τετρωμέναι Ἡρόδ. 8. 18· οὕτω, τ. ᾠόν, [[θραύω]], σπάνω, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 4, 5. 3) μεταφορ., ἐπὶ οἴνου, προξενῶ βλάβην, [[βλάπτω]], οἶνός τε τρώει [[μελιηδής]], ὅς τε καὶ ἄλλους βλάπτει Ὀδ. Φ. 293· τρώσει νιν [[οἶνος]] Εὐρ. Κύκλ. 422· [[οὕτως]] ἐπὶ ἔρωτος, ἐπεί μ’ [[ἔρως]] ἔτρωσε ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 392· οἱ καλοὶ τ. Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 13· ἐπὶ προσώπου, τρώσασαν ἡμᾶς, βλάψασαν ἡμᾶς, Εὐρ. Ἱππ. 703· τὰ παραδείγματα ἡμᾶς, οὐδὲν τιτρώσκει Πλάτ. Φίληβ. 13C· διχοστασίη τρώει γένος Καλλ. εἰς Ἄρτ. 133. - Παθ., τετρωμένος τὴν ψυχὴν Διόδ. 17. 112. 4) = [[συνουσιάζω]], Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 41, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν τῷ τύπῳ: «[[τρώζειν]]... συνουσιάζειν» - καὶ Ζωναρ. σ. 1753 ἐν τῷ τύπῳ: «τρωέζειν, συνουσιάζειν».
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[τρώσω]], <i>ao.</i> [[ἔτρωσα]], <i>pf.</i> τέτρωκα, <i>pqp.</i> ἐτετρώκειν;<br /><i>Pass. f.</i> τρωθήσομαι, <i>ao.</i> ἐτρώθην, <i>pf.</i> [[τέτρωμαι]];<br />blesser : τινα qqn ; <i>Pass.</i> τεθρῶσθαι τὸν μηρόν HDT être blessé à la cuisse ; <i>en parl. de choses</i> endommager, avarier : πολλὰς [[τῶν]] [[νεῶν]] THC un grand nombre des vaisseaux ; <i>au mor.</i> blesser <i>en parl. de sentiments</i>.<br />'''Étymologie:''' R. Τρω de Τορ, pénétrer, percer ; cf. [[τιτράω]].
}}
}}