τιτρώσκω
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
Hp.VC11 (Act. and Pass.), Pl.Phlb. 13c, X.Cyr.5.4.5; Ep. pres. τρώω (v. infr. 3); A fut. τρώσω Thgn.1287, Hp.Mul.2.133, E.Cyc.422, (κατα) X.HG2.4.15: aor. ἔτρωσα Il.23.341, Pi.N.10.60, Antipho 3.2.4; Cret. aor. subj. τρωώσῃ, part. τρωωσάντων, Historia 5.219,220 (Gortyn): pf. τέτρωκα Ach.Tat.2.22: plpf. ἐτετρώκει Philostr. Her.2.18:—Pass., fut. τρωθήσομαι Pl.Cri.51b; also in med. form τρώσομαι Il.12.66: aor. ἐτρώθην Hp.VC11, E.Andr.616: 3 fut. τετρώσομαι Luc.Nav.37: pf. Pass. τέτρωμαι Hdt.8.18, Pi.P.3.48, etc.:—wound, Il.23.341, Od.16.293, etc.; χαλκῷ μέλη τετρωμένοι Pi.P.3.48; θνῄσκοντας ἢ τετρωμένους A.Th.242 (for Ag.868, v. τετραίνω); τὸ ἀκόντιον.. ἔτρωσεν αὐτόν Antipho 3.2.4; τιτρώσκεται τὸν μηρόν is wounded in the thigh, Hdt.6.5; εἰς τὴν γαστέρα X.An.2.5.33: c. acc. cogn., τρῶσαι φόνον inflict a death-wound, E.Supp.1205; τετρωμένους καιρίους (v.l. -ίας) σφαγάς Id.Ph.1431.
b kill, τετρωμένος = slain, LXX Nu.31.19.
2 generally, damage, injure, τινα Hecat.30 J.; τ. πολλὰς [τῶν νεῶν] Th.4.14; αἱ ἡμίσεαι τῶν νεῶν τετρωμέναι Hdt.8.18; τ. ᾠόν break it, Arist.HA562b20.
3 metaph., of wine, do one a mischief, οἶνός σε τρώει μελιηδής, ὅς τε καὶ ἄλλους βλάπτει Od.21.293; τρώσει νιν οἶνος E.Cyc.422; so of love, ἐπεί μ' ἔρως ἔτρωσεν Id.Hipp.392; οἱ καλοὶ τ. X.Mem.1.3.13; of a person, τρώσασαν ἡμᾶς having injured us, E.Hipp.703; τὰ παραδείγματα ἡμᾶς οὐδὲν τιτρώσκει Pl.Phlb. 13c; διχοστασίη τρώει γένος Call.Dian.133:—Pass., τετρωμένος τὴν ψυχήν D.S.17.112.
4 = συνουσιάζω, A.Fr. 44; cf. τρώζω.
5 γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην (τρωσκ- cod. θ) woman in childbirth or miscarriage, Hp.Morb.1.5.
German (Pape)
[Seite 1121] fut. τρώσω, perf. pass. τέτρωμαι (s. τρώω, verwandt mit τραω), verwunden, beschädigen; μή πως οἰνωθέντες ἀλλήλους τρώσητε, Od. 16, 293; μήπως ἴππους τε τρώσῃς = βλάψῃς, Il. 23, 341; das praes. hat Hom. noch nicht; ἐὰν θνήσκοντας ἢ τετρωμένους πύθησθε, Aesch. Spt. 224; Ag. 842; αἱ ἡμίσεαι τῶν νεῶν τετρωμέναι, Her. 8, 18; u. übertr., ἐπεί μ' ἔρως ἔτρωσεν, Eur. Hipp. 392; τρώσει νιν οἶνος, Cycl. 421; ἔτρωσαν πολλὰς τῶν νεῶν, Thuc. 4, 14, wie Pol. 2, 10, 4, u. öfter von Schiffen; τὰ παραδείγματα ἡμᾶς τὰ νῦν δὴ λεχθέντα οὐδὲν τιτρώσκει, Plat. Phil. 13 c; ἐάν τε εἰς πόλεμον ἄγῃ τρωθησόμενον ἢ ἀποθανούμενον, Crit. 51 b; ἐτέτρωτο, Xen. Hell. 7, 4, 23.
French (Bailly abrégé)
f. τρώσω, ao. ἔτρωσα, pf. τέτρωκα, pqp. ἐτετρώκειν;
Pass. f. τρωθήσομαι, ao. ἐτρώθην, pf. τέτρωμαι;
blesser : τινα qqn ; Pass. τεθρῶσθαι τὸν μηρόν HDT être blessé à la cuisse ; en parl. de choses endommager, avarier : πολλὰς τῶν νεῶν THC un grand nombre des vaisseaux ; au mor. blesser en parl. de sentiments.
Étymologie: R. Τρω de Τορ, pénétrer, percer ; cf. τιτράω.
Russian (Dvoretsky)
τιτρώσκω: эп. τρώω (fut. τρώσω, aor. ἔτρωσα, pf. τέτρωκα; pass.: τρωθήσομαι и τρώσομαι med., aor. ἐτρώθην, pf. τέτρωμαι, fut. 3 τετρώσομαι)
1 ранить (τινά Hom.): τετρωμένος εἰς γαστέρα Xen. раненый в живот; τετρῶσθαι τὸν μηρόν Her. получить рану в бедро; τ. φόνον Eur. наносить смертельную рану;
2 повреждать, разбивать (πολλὰς τῶν νεῶν Thuc.); разбивать, раскалывать (τὸ ᾠόν Arst.);
3 (о доводах) разбивать, опровергать (τινά Plat.);
4 (о вине) опьянять, отуманивать, сбивать с ног (τινα Hom., Eur.);
5 перен. уязвлять, сокрушать Eur.: τετρωμένος τὴν ψυχήν Diod. душевно сокрушенный.
Greek (Liddell-Scott)
τιτρώσκω: Πλάτ. καὶ Ξεν.· ὡσαύτως τρώω, (ἴδε κατωτ. 3)· μέλλ. τρώσω Εὐρ. Κύκλ. 422, (κατα-) Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 15· ἀόρ. ἔτρωσα Ιλ. Ψ. 341, Ἀττ.· πρκμ. τέτρωκα Ἀχιλλ. Τάτ. 2. 22· ὑπερσ. ἐτετρώκει Φιλόστρ. 690. - Παθητ., μέλλ. τρωθήσομαι Πλάτ. Κρίτων 51Β καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ τρώσομαι Ἰλ. Μ. 66· ἀόρ. ἐτρώθην Εὐρ. Ἀνδρ. 616, Ξενόφ.· γ΄ μέλλ. τετρώσομαι Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 37· παθ. πρκμ. τέτρωμαι Ἡρόδ., Ἀττ. (Ἴδε ἐν λ. τείρω). Τραυματίζω, πληγώνω, Ἰλ. Ψ. 341, Ὀδ. 11. 293, κλπ.· χαλκῷ μέλη τετρωμένοι Πινδ. Π. 3. 85· θνήσκοντας ἢ τετρωμένους Αἰσχύλ. Θήβ. 242 (περὶ τοῦ ἐν Ἀγ. 868, ἴδε ἐν λέξ. τετραίνω)· ἐπὶ βέλους, Ἀντιφῶν 121. 28· τετρῶσθαι τὸν μηρὸν Ἡρόδ. 6. 5· εἰς τὴν γαστέρα Ξεν. Ἀν. 2. 5, 33· μετὰ συστοίχ. αἰτ., τιτρώσκειν φόνον, ἐπιφέρειν τραῦμα θανατηφόρον, Εὐρ. Ἱκέτ. 1205· τετρωμένους καιρίας σφαγὰς ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1430. 2) καθόλου, βλάπτω, τινὰ Ἑκαταῖ. παρὰ Λογγίνῳ 27. 2· τ. πολλὰς τῶν νεῶν Θουκ. 4. 14· αἱ ἡμίσεαι τῶν νεῶν τετρωμέναι Ἡρόδ. 8. 18· οὕτω, τ. ᾠόν, θραύω, σπάνω, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 4, 5. 3) μεταφορ., ἐπὶ οἴνου, προξενῶ βλάβην, βλάπτω, οἶνός τε τρώει μελιηδής, ὅς τε καὶ ἄλλους βλάπτει Ὀδ. Φ. 293· τρώσει νιν οἶνος Εὐρ. Κύκλ. 422· οὕτως ἐπὶ ἔρωτος, ἐπεί μ’ ἔρως ἔτρωσε ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 392· οἱ καλοὶ τ. Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 13· ἐπὶ προσώπου, τρώσασαν ἡμᾶς, βλάψασαν ἡμᾶς, Εὐρ. Ἱππ. 703· τὰ παραδείγματα ἡμᾶς, οὐδὲν τιτρώσκει Πλάτ. Φίληβ. 13C· διχοστασίη τρώει γένος Καλλ. εἰς Ἄρτ. 133. - Παθ., τετρωμένος τὴν ψυχὴν Διόδ. 17. 112. 4) = συνουσιάζω, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 41, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν τῷ τύπῳ: «τρώζειν... συνουσιάζειν» - καὶ Ζωναρ. σ. 1753 ἐν τῷ τύπῳ: «τρωέζειν, συνουσιάζειν».
English (Autenrieth)
see τρώω.
English (Slater)
τιτρώσκω wound ἢ πολιῷ χαλκῷ μέλη τετρωμένοι ἢ χερμάδι τηλεβόλῳ (P. 3.48) τὸν γὰρ Ἴδας ἀμφὶ βουσίν πως χολω- θεὶς ἔτρωσεν χαλκέας λόγχας ἀκμᾷ (N. 10.60) τίς ἄρ' ἐσλὸν Τήλεφον τρῶσεν ἑῷ δορὶ; (I. 5.42)
Greek Monolingual
ΝΑ, επικ. τ. τρώω Α
νεοελλ.
(μόνον το παθ. σε ορισμένους χρόνους και σε ορισμένες εγκλίσεις)
1. προσβάλλομαι («έχει τρωθεί από τα κάλλη της»)
2. υφίσταμαι φθορά («έχει τρωθεί ανεπανόρθωτα το κύρος του»)
αρχ.
1. τραυματίζω, πληγώνω («τὸ ἀκόντιον... ἔτρωσεν αὐτόν», Αντιφ.)
2. (συν. σχετικά με πλοίο) α) προξενώ βλάβη, προξενώ ζημιές
β) (κατ' επέκτ.) καταστρέφω, αχρηστεύω («καὶ ἐπιδιώκοντες ὡς διὰ βραχείας ἔτρωσαν μὲν πολλὰς [τῶν νεῶν]», Θουκ.)
3. φονεύω, σκοτώνω
4. θραύω, σπάζω («τιτρώσκει δὲ τὸ ὠὸν τῇ προτέρᾳ ἤ ἐκλέπει», Αριστοτ.)
5. είμαι βλαβερός («οἶνός τε τρώει μελιηδής, ὅς τε καὶ ἄλλους βλάπτει», Ομ. Οδ.)
6. συνουσιάζομαι
7. παθ. τιτρώσκομαι
ιατρ. (για γυναίκα) υφίσταμαι έκτρωση
8. φρ. «τιτρώσκω φόνον» — επιφέρω θανάσιμο τραύμα (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τι-τρώ-σκω, με ενεστ. διπλασιασμό τι- και επίθημα -σκω (πρβλ. πι-πρά-σκω), έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη μορφή τερη- της ρίζας ter- «διαπερνώ, τρυπώ» (πρβλ. τείρω, τετραίνω, τέρετρον, τερηδών), με μηδενισμένο το πρώτο και ετεροιωμένο το δεύτερο φωνήεν. Από το θ. του ρ. τιτρώσκω, χωρίς διπλασιασμό και επίθημα -σκω, έχει σχηματιστεί ο επικ. ενεστ. τρώω και επίσης τα ρηματ. ονόματα τρῶσις (πρβλ. έκτρωσις), τρωτός, τρῶμα (πρβλ. έκτρωμα), ενώ ο αττ. τ. τραῦμα έχει σχηματιστεί πιθ. αναλογικά προς τη λ. θραῦμα (< θραύω)].
Greek Monotonic
τιτρώσκω: (√ΤΡΩ, απ' όπου σχηματίζονται οι χρόνοι), μέλ. τρώσω, αόρ. ἔτρωσα — Παθ., μέλ. τρωθήσομαι, και στη Μέσ. τρώσομαι, γʹ μέλ. τετρώσομαι, αόρ. ἐτρώθην, παρακ. τέτρωμαι·
1. τραυματίζω, πληγώνω, σε Όμηρ.· Παθ., τετρῶσθαι τὸν μηρόν, να έχεις τραύμα στον μηρό, σε Ηρόδ.· με σύστ. αντ., τιτρώσκειν φόνον, να επιφέρεις θανατηφόρο τραύμα, σε Ευρ.
2. γενικά, βλάπτω, καταστρέφω, λέγεται για πλοία, σε Ηρόδ., Θουκ.
3. μεταφ., λέγεται για κρασί, προξενώ ζημιά, βλάπτω, σε Ευρ., Ξεν.
Middle Liddell
[Root !τρω, whence the tenses are formed]
1. to wound, Hom.:—Pass., τετρῶσθαι τὸν μηρόν = to have a wound in the thigh, Hdt.: —c. acc. cogn., τιτρώσκειν φόνον = to inflict a death wound, Eur.
2. generally, to damage, cripple, of ships, Hdt., Thuc.
3. metaph., of wine, to do one a mischief, Eur., Xen.
Frisk Etymology German
τιτρώσκω: (ion. att.; τρώω φ 293),
{titrṓskō}
Forms: Aor. τρῶσαι, Fut. τρώσω (seit Il.), Pass. Aor. τρωθῆναι, Perf. τέτρωμαι (Pi., ion. att.), Akt. τέτρωκα (sp.)
Grammar: v.
Meaning: verwunden, verletzen, beschädigen;
Composita: auch m. Präfix, z.B. κατα-, ἐκ-, letzteres im Sinn von unzeitig gebären, eine Fehlgeburt tun mit athem. Wz.-Aorist ἐξέτρω· ἐξεβλάβη, ἐξεκόπη ἡ κύησις (EM), Konj. ἐκτρῳ̃ (vgl. Schwyzer 743).
Derivative: Davon 1. τρῶσις f. Verwundung (Hp., Arist., Thphr., Plu. u.a.). 2. τρωσμός m. Fehlgeburt (Hp., Dsk.). 3. τρώμα (ion., dor. [Theok. 21, 50]), att. τραῦμα n. ‘Wunde, Schaden, das Leck (an Schiffen), Schlappe, Niederlage’ mit Demin. τραυμάτιον, τραυματίας, τραυματίης m. der Verwundete (Pi., ion. att.), τραυματικός zu Wunden gehörig (Dsk.), τραυματιαῖος = verwundet (Pap.), τραυματίζω = verwunden (ion. att.), τραυματισμός m. (Ruf.). 4. τρωτός verwundbar (Φ 568; Ammann Μν. χ. 1, 14). — Dazu, semantisch verselbständigt, ἔκτρωμα, ἔκτρωσις, ἐκτρωσμός Fehlgeburt (Hp., Arist. usw.) mit ἐκτρωτικός (Plu.), τραυματικός, τραυματιαῖος, τραυματισμός (Gloss.).
Etymology: Wegen att. τραῦμα wird das analogisch durchgeführte τρω-auf ein langdiphthongisches τρωυ- zurückgeführt und weiterhin zunächst mit τέρυς (s.d.) usw. verbunden (z.B. Persson Beitr. 2, 735 u. öfters, Schwyzer 743 m. Lit.), was angesichts des Aorists τορεῖν (s.d.) Bedenken erregt; τορεῖν: τέτρωμαι wie z.B. πορεῖν: πέπρωται. Das alleinstehende att. τραῦμα somit Neubildung nach θραῦμα, θραύω (WP. 1, 730 zögernd)? Vgl. noch τείρω, τετραίνω, τεράμων, τέρετρον u.a.m.
Page 2,905
Mantoulidis Etymological
(=πληγώνω, τραυματίζω). Ἀπό τό ριζικό τύπο τρώω. Θέμα τρω + ἐνεστ. ἀναδ. τι → τι-τρώ + πρόσφ. σκ = τιτρώσκω (ρίζα τερ- τοῦ τείρω). Παράγωγα τοῦ τιτρώσκω: τραῦμα καί τρῶμα, ἔκτρωμα, τρῶσις (=πλήγωμα), ἔκτρωσις, τρωσμός, τρωτέον, τρωτήριον, τρωτός, ἄτρωτος, ἐκτρωτικός, τραυματίζω, τραυματίας.