ἕνεκα: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_9)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἕνεκα''': ἢ ἕνεκεν (τὸ τελευταῖον σπάνιον παρὰ Τραγ., Εὐρ. Μήδ. 999, 1086, 1114, καὶ ἔτι σπανιώτερον παρὰ πεζογράφοις), Ἰωνικ. καὶ ποιητ. [[εἵνεκα]] ἢ εἵνεκεν: ἕνεκε Λακων. Ἐπιγρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1347, 1404. Κυζ. [[αὐτόθι]] 3655. 18, Αἰολ. [[ἕννεκα]] [[αὐτόθι]] 2183· πρβλ. [[οὕνεκα]]: - Πρόθ. [[μετὰ]] γεν., κατὰ τὸ πλεῖστον [[μετὰ]] τὴν ἐξ αὐτῆς ἐξηρτημένην πτῶσιν, ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] καὶ πρὸ αὐτῆς, ὡς ἐν Ἰλ. Η. 94 ἀλλ’ ἕνεκ’ ἀρητῆρος, καὶ Β. 377 [[εἵνεκα]] κούρης, καὶ παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]] συγγραφ., ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν νῦν. 1) ἐξ αἰτίας τινός, [[χάριν]] τινός, [[ἕνεκα]], Λατ. gratia, causa, Τρώων πόλιν..., ἧς εἵνεκ’ ὀϊζύομεν κακά πολλὰ Ἰλ. Ξ. 89, κτλ.· ὕβριος [[εἵνεκα]] τῆσδε Α. 214· τοῦδ’ [[ἕνεκα]], [[ἕνεκα]] τούτου, [[αὐτόθι]] 110· ὧν [[ἕνεκα]] Υ. 21· τίνος [[ἕνεκα]]; Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 180· τοῦ [[ἕνεκα]]; Πλάτ. Πρωτ. 310Β (πρβλ. [[οὕνεκα]])· τῶν δὲ [[εἵνεκα]] [[ὅκως]]..., ἢ ἵνα..., Ἡρόδ. 8. 35. 40· κολακεύειν [[ἕνεκα]] μισθοῦ Ξεν. Ἑλλην. 5. 1. 17· διὰ νόσον [[ἕνεκα]] ὑγιείας, ἐξ αἰτίας νόσου [[χάριν]] ὑγείας, Πλάτ. Λύσ. 218D, πρβλ. Συμπ. 185Β· τὸ οὗ [[ἕνεκα]] ([[οὐδέποτε]] τὸ οὗ ἕνεκεν), τὸ τελικὸν αίτιον, Ἀριστ. Φυσ. 2. 2, 8, Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 3, 1, κ. ἀλλ. 2) ὡς [[πρός]], ἐν σχέσει [[πρός]], ὅσον διά..., ἐμοῦ γε [[ἕνεκα]], ὅσον ἐξαρτᾶται ἐξ ἐμοῦ, Ἀριστοφ. Ἀχ. 365, Δημ. 461. 12· τοῦ φυλάσσοντος εἵνεκεν Ἡρόδ. 1. 42· εἵνεκέν γε χρημάτων, ὅσον διὰ χρήματα, ὁ αὐτ. 3. 122, κλ.· ἕνεκά γε φιλονεικίας Πλάτ. Πολ. 548D, πρβλ. 329Β· ἐμπειρίας μὲν ἄρα [[ἕνεκα]] [[αὐτόθι]] 582D· ὁμοῖοι τοῖς τυφλοῖς ἂν [[ἦμεν]] ἕνεκά γε τῶν ἡμετέρων ὀφθαλμῶν Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 3· πρβλ. [[ἕκατι]], [[οὕνεκα]]. 3) δυνάμει τινός, τέχνης [[εἵνεκα]], δυνάμει τέχνης, μνημονεύεται ἐκ τῆς Ἀνθ. 4) πλεοναστ., ἀμφὶ [[σοὔνεκα]] (ἀμφὶ σοῦ νέα Auratus, ᾧ ἠκολούθησαν οἱ ἄριστοι νεώτεροι ἐκδόται, ἐν οἷς καὶ ὁ Jebb.) Σοφ. Φ. 554· ὅσον ἀπὸ βοῆς [[ἕνεκα]] ὠργίζεταο τοῖς ὁπλίταις, ὅσον κατὰ τὴν βοήν, δηλ. κατὰ τὸ φαινόμενον μόνον, οὐχὶ δὲ πραγματικῶς, Θουκ. 8. 92· προσέβαλεν ὅσον ἀπὸ βοῆς ἕνεκεν, [[ὅπως]] μὴ δῆλος εἴη εὐμενὴς αὐτοῖς ὢν Ξεν. Ἑλλην. 2. 4, 31· τίνος δὴ [[χάριν]] [[ἕνεκα]] [[ταῦτα]] ἐλέχθη; Πλάτ. Νόμ. 701D, πρβλ. Πολιτικ. 302Β. ΙΙ. ὡς [[σύνδεσμος]] ἀντὶ τοῦ [[οὕνεκα]] (ὃ ἴδε), [[διότι]], οὕνεκά μ’ αἰνὸν ἔσχεν [[ἄχος]] Ὑμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 198, Καλλ. Ἀποσπ. 287, πρβλ. Βίωνα 8. 5. 2) εἵνεκεν = οὕνεκεν ἢ ὅτι, Πινδ. Ι. 7 8. 70.
|lstext='''ἕνεκα''': ἢ ἕνεκεν (τὸ τελευταῖον σπάνιον παρὰ Τραγ., Εὐρ. Μήδ. 999, 1086, 1114, καὶ ἔτι σπανιώτερον παρὰ πεζογράφοις), Ἰωνικ. καὶ ποιητ. [[εἵνεκα]] ἢ εἵνεκεν: ἕνεκε Λακων. Ἐπιγρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1347, 1404. Κυζ. [[αὐτόθι]] 3655. 18, Αἰολ. [[ἕννεκα]] [[αὐτόθι]] 2183· πρβλ. [[οὕνεκα]]: - Πρόθ. [[μετὰ]] γεν., κατὰ τὸ πλεῖστον [[μετὰ]] τὴν ἐξ αὐτῆς ἐξηρτημένην πτῶσιν, ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] καὶ πρὸ αὐτῆς, ὡς ἐν Ἰλ. Η. 94 ἀλλ’ ἕνεκ’ ἀρητῆρος, καὶ Β. 377 [[εἵνεκα]] κούρης, καὶ παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]] συγγραφ., ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν νῦν. 1) ἐξ αἰτίας τινός, [[χάριν]] τινός, [[ἕνεκα]], Λατ. gratia, causa, Τρώων πόλιν..., ἧς εἵνεκ’ ὀϊζύομεν κακά πολλὰ Ἰλ. Ξ. 89, κτλ.· ὕβριος [[εἵνεκα]] τῆσδε Α. 214· τοῦδ’ [[ἕνεκα]], [[ἕνεκα]] τούτου, [[αὐτόθι]] 110· ὧν [[ἕνεκα]] Υ. 21· τίνος [[ἕνεκα]]; Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 180· τοῦ [[ἕνεκα]]; Πλάτ. Πρωτ. 310Β (πρβλ. [[οὕνεκα]])· τῶν δὲ [[εἵνεκα]] [[ὅκως]]..., ἢ ἵνα..., Ἡρόδ. 8. 35. 40· κολακεύειν [[ἕνεκα]] μισθοῦ Ξεν. Ἑλλην. 5. 1. 17· διὰ νόσον [[ἕνεκα]] ὑγιείας, ἐξ αἰτίας νόσου [[χάριν]] ὑγείας, Πλάτ. Λύσ. 218D, πρβλ. Συμπ. 185Β· τὸ οὗ [[ἕνεκα]] ([[οὐδέποτε]] τὸ οὗ ἕνεκεν), τὸ τελικὸν αίτιον, Ἀριστ. Φυσ. 2. 2, 8, Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 3, 1, κ. ἀλλ. 2) ὡς [[πρός]], ἐν σχέσει [[πρός]], ὅσον διά..., ἐμοῦ γε [[ἕνεκα]], ὅσον ἐξαρτᾶται ἐξ ἐμοῦ, Ἀριστοφ. Ἀχ. 365, Δημ. 461. 12· τοῦ φυλάσσοντος εἵνεκεν Ἡρόδ. 1. 42· εἵνεκέν γε χρημάτων, ὅσον διὰ χρήματα, ὁ αὐτ. 3. 122, κλ.· ἕνεκά γε φιλονεικίας Πλάτ. Πολ. 548D, πρβλ. 329Β· ἐμπειρίας μὲν ἄρα [[ἕνεκα]] [[αὐτόθι]] 582D· ὁμοῖοι τοῖς τυφλοῖς ἂν [[ἦμεν]] ἕνεκά γε τῶν ἡμετέρων ὀφθαλμῶν Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 3· πρβλ. [[ἕκατι]], [[οὕνεκα]]. 3) δυνάμει τινός, τέχνης [[εἵνεκα]], δυνάμει τέχνης, μνημονεύεται ἐκ τῆς Ἀνθ. 4) πλεοναστ., ἀμφὶ [[σοὔνεκα]] (ἀμφὶ σοῦ νέα Auratus, ᾧ ἠκολούθησαν οἱ ἄριστοι νεώτεροι ἐκδόται, ἐν οἷς καὶ ὁ Jebb.) Σοφ. Φ. 554· ὅσον ἀπὸ βοῆς [[ἕνεκα]] ὠργίζεταο τοῖς ὁπλίταις, ὅσον κατὰ τὴν βοήν, δηλ. κατὰ τὸ φαινόμενον μόνον, οὐχὶ δὲ πραγματικῶς, Θουκ. 8. 92· προσέβαλεν ὅσον ἀπὸ βοῆς ἕνεκεν, [[ὅπως]] μὴ δῆλος εἴη εὐμενὴς αὐτοῖς ὢν Ξεν. Ἑλλην. 2. 4, 31· τίνος δὴ [[χάριν]] [[ἕνεκα]] [[ταῦτα]] ἐλέχθη; Πλάτ. Νόμ. 701D, πρβλ. Πολιτικ. 302Β. ΙΙ. ὡς [[σύνδεσμος]] ἀντὶ τοῦ [[οὕνεκα]] (ὃ ἴδε), [[διότι]], οὕνεκά μ’ αἰνὸν ἔσχεν [[ἄχος]] Ὑμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 198, Καλλ. Ἀποσπ. 287, πρβλ. Βίωνα 8. 5. 2) εἵνεκεν = οὕνεκεν ἢ ὅτι, Πινδ. Ι. 7 8. 70.
}}
{{bailly
|btext=<i>poét.</i> [[εἵνεκα]];<br /><i>prép. avec le gén., d’ord. après son rég.</i><br /><b>I.</b> à cause de :<br /><b>1</b> à cause de, en raison de, pour : [[ἧς]] εἵνεκ’ IL (la ville de Troie) à cause de laquelle ; ὕβριος [[εἵνεκα]] τῆσδε IL à cause de cet outrage ; τοῦδ’ [[ἕνεκα]] IL à cause de cela ; [[ὧν]] [[ἕνεκα]] IL à cause de quoi, c’est pourquoi ; <i>qqf avant son rég.</i> κολακεύειν [[ἕνεκα]] μισθοῦ XÉN flatter pour recevoir un salaire;<br /><b>2</b> à cause de, en faveur de, pour l’amour de, <i>au sens du lat.</i> causa <i>ou</i> gratia;<br /><b>II.</b> par rapport à, quant à : ἕνεκά [[γε]] [[τῶν]] ἡμετέρων ὀφθαλμῶν XÉN du moins en ce qui regarde nos yeux.<br />'''Étymologie:''' DELG <i>myc.</i> eneka, mais étym. peu claire.
}}
}}