εὐαδίκητος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐᾰδίκητος''': -ον, ([[ἀδικέω]]) ὁ εὐκόλως ἀδικούμενος, Ἀνδοκ. 31. 7, Λουκ. Τίμ. 32, Ἵππαρχ. παρὰ Στοβ. 573. 40.
|lstext='''εὐᾰδίκητος''': -ον, ([[ἀδικέω]]) ὁ εὐκόλως ἀδικούμενος, Ἀνδοκ. 31. 7, Λουκ. Τίμ. 32, Ἵππαρχ. παρὰ Στοβ. 573. 40.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à qui l’on peut facilement nuire.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἀδικέω]].
}}
}}