εὐαδίκητος
From LSJ
English (LSJ)
[ῐ], ον, (ἀδικέω)
A liable to wrong, And.4.15, Luc.Tim. 32, Hipparch. ap. Stob.4.4.4.
II Medic., easily injured, Sor.1.47, 106, Ath.Med. ap. Orib.inc.21.16, Gal.10.542.
German (Pape)
[Seite 1055] der leicht zu beleidigen ist, schwach, Andoc. 4, 15; Luc. Tim. 32.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à qui l'on peut facilement nuire.
Étymologie: εὖ, ἀδικέω.
Russian (Dvoretsky)
εὐᾰδίκητος: которому нетрудно нанести ущерб, которого можно безнаказанно обижать, безответный Luc.
Greek (Liddell-Scott)
εὐᾰδίκητος: -ον, (ἀδικέω) ὁ εὐκόλως ἀδικούμενος, Ἀνδοκ. 31. 7, Λουκ. Τίμ. 32, Ἵππαρχ. παρὰ Στοβ. 573. 40.
Greek Monolingual
εὐαδίκητος, -ον (Α)
1. αυτός που αδικείται εύκολα
2. ιατρ. αυτός που παθαίνει βλάβες εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αδικώ].