εὐθυντής: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_19)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐθυντής''': -οῦ, ὁ = [[εὔθυνος]], Πλάτ. Νομ. 945Β, C· [[δῆμος]] εὐθυντὴς χθονός, ἐκ διορθώσεως τοῦ Markl. ἐν Εὐρ. Ἱκ. 440 (ἀντὶ [[αὐθέντης]]).
|lstext='''εὐθυντής''': -οῦ, ὁ = [[εὔθυνος]], Πλάτ. Νομ. 945Β, C· [[δῆμος]] εὐθυντὴς χθονός, ἐκ διορθώσεως τοῦ Markl. ἐν Εὐρ. Ἱκ. 440 (ἀντὶ [[αὐθέντης]]).
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />vérificateur des comptes.<br />'''Étymologie:''' [[εὐθύνω]].
}}
}}