εὐθυντής

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθῡντής Medium diacritics: εὐθυντής Low diacritics: ευθυντής Capitals: ΕΥΘΥΝΤΗΣ
Transliteration A: euthyntḗs Transliteration B: euthyntēs Transliteration C: efthyntis Beta Code: eu)qunth/s

English (LSJ)

εὐθυντοῦ, ὁ, = εὔθυνος, Pl.Lg.945b, 945c; δῆμος εὐθυντὴς χθονός cj. Markl. for αὐθέντης, E.Supp.442.

German (Pape)

[Seite 1071] ὁ, = εὔθυνος, Plat. Legg. XII, 945 b.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
vérificateur des comptes.
Étymologie: εὐθύνω.

Russian (Dvoretsky)

εὐθυντής: οῦ ὁ Plat. = εὔθυνος.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθυντής: -οῦ, ὁ = εὔθυνος, Πλάτ. Νομ. 945Β, C· δῆμος εὐθυντὴς χθονός, ἐκ διορθώσεως τοῦ Markl. ἐν Εὐρ. Ἱκ. 440 (ἀντὶ αὐθέντης).

Greek Monolingual

εὐθυντής, ὁ (Α)
ευθύνω
εύθυνος.

Greek Monotonic

εὐθυντής: -οῦ, ὁ (εὐθύνω), κυβερνήτης, άρχοντας, σε Ευρ.

Middle Liddell

εὐθυντής, οῦ, εὐθύνω
a ruler, Eur.