3,277,218
edits
(6_6) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐτρόχᾰλος''': Ἐπικ. ἐϋτρ-, ον, ([[τρέχω]]) [[καλῶς]] ῥέων, [[ταχέως]], ὁρμητικῶς κινούμενος, ποταμὸς Ὀππ. Κυν. 2. 131˙ [[μέλισσα]] Ἀνθ. Πλαν. 36˙ ἀοιδὴ Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 907. ΙΙ. [[ὁλοστρόγγυλος]], [[σφαῖρα]], [[κύκλος]] Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 135, Μανέθων 2. 130˙ ἐϋτροχάλῳ ἐν ἀλωῇ, ἐντὸς τοῦ στρογγύλου, κυκλοτεροῦς ἁλωνίου, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 597, 804, πρβλ. Spitzn. εἰς Ἰλ. Υ. 496. - Καθ’ Ἡσύχ. «εὐτρόχαλον˙ εὔκυκλον. ταχινόν». | |lstext='''εὐτρόχᾰλος''': Ἐπικ. ἐϋτρ-, ον, ([[τρέχω]]) [[καλῶς]] ῥέων, [[ταχέως]], ὁρμητικῶς κινούμενος, ποταμὸς Ὀππ. Κυν. 2. 131˙ [[μέλισσα]] Ἀνθ. Πλαν. 36˙ ἀοιδὴ Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 907. ΙΙ. [[ὁλοστρόγγυλος]], [[σφαῖρα]], [[κύκλος]] Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 135, Μανέθων 2. 130˙ ἐϋτροχάλῳ ἐν ἀλωῇ, ἐντὸς τοῦ στρογγύλου, κυκλοτεροῦς ἁλωνίου, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 597, 804, πρβλ. Spitzn. εἰς Ἰλ. Υ. 496. - Καθ’ Ἡσύχ. «εὐτρόχαλον˙ εὔκυκλον. ταχινόν». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui court rapidement, rapide, léger <i>en parl. d’un char, d’une abeille, d’un chant</i>;<br /><b>2</b> où l’on court bien, plan, uni ; <i>selon d’autres</i> bien arrondi.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[τρέχω]]. | |||
}} | }} |