εὐτρόχαλος
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
Ep. ἐϋτρόχαλος, ον, (τρέχω)
A running well, quick-moving, ποταμός Opp.C.2.131; μέλισσα APl.4.36 (Agath.); ἀοιδή A.R.4.907; γλῶσσα IG5(1).264 (Sparta, Aug.).
II well-rounded, σφαῖρα, κύκλος, A.R.3.135, Man.2.130; λίνον Nic.Al.134; ἐϋτροχάλῳ ἐν ἀλωῇ on the rounded threshing-floor, Hes.Op.599,806.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui court rapidement, rapide, léger en parl. d'un char, d'une abeille, d'un chant;
2 où l'on court bien, plan, uni ; selon d'autres bien arrondi.
Étymologie: εὖ, τρέχω.
German (Pape)
gut-, schnelllaufend, ποταμός Opp. Cyn. 2.131; μελίσση Agath. 43 (VI.36); φωνή Christod. ecphr. 20, wie ἀοιδή Ap.Rh. 4.907; ἅμαξα 1.845, wie ἀπήνη Nonn. D. 14.252. – Bei Hes. O. 597, 804 wird ἐϋτρόχαλος ἀλωή (auch v.l. in Il. 20.496) entweder die ebene Tenne, über die man leicht hinläuft, oder besser die wohlgerundete erklärt, wie σφαῖρα Ap.Rh. 3.135, κύκλοι Man. 2.130.
Russian (Dvoretsky)
εὐτρόχᾰλος: эп. ἐϋτρόχαλος 2
1 хорошо закругленный (ἀλωή Hes.);
2 легкий, подвижный (μέλισσα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐτρόχᾰλος: Ἐπικ. ἐϋτρ-, ον, (τρέχω) καλῶς ῥέων, ταχέως, ὁρμητικῶς κινούμενος, ποταμὸς Ὀππ. Κυν. 2. 131· μέλισσα Ἀνθ. Πλαν. 36· ἀοιδὴ Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 907. ΙΙ. ὁλοστρόγγυλος, σφαῖρα, κύκλος Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 135, Μανέθων 2. 130· ἐϋτροχάλῳ ἐν ἀλωῇ, ἐντὸς τοῦ στρογγύλου, κυκλοτεροῦς ἁλωνίου, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 597, 804, πρβλ. Spitzn. εἰς Ἰλ. Υ. 496. - Καθ’ Ἡσύχ. «εὐτρόχαλον· εὔκυκλον. ταχινόν».
Greek Monolingual
εὐτρόχαλος και επικ. τ. ἐϋτρόχαλος, -ον (Α)
1. αυτός που κινείται, γρήγορα ή ορμητικά
2. τελείως στρογγυλός, ολοστρόγγυλος
3. κυκλοτερής, στρογγυλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τροχαλός «αυτός που τρέχει-στρογγυλός» (< τρέχω)].
Greek Monotonic
εὐτρόχᾰλος: Επικ. ἐϋ-τρ-, -ον (τρέχω),·
I. αυτός που τρέχει καλά, αυτός που κινείται γρήγορα, σε Ανθ.
II. ολοστρόγγυλος, σε Ησίοδ.
Middle Liddell
τρέχω
I. running well, quick-moving, Anth.
II. well-rounded, Hes.
Frisk Etymology German
εὐτρόχαλος: {eutrókhalos}
See also: s. τρέχω.
Page 1,595