ἠλίβατος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἠλίβᾰτος''': Δωρ. ἀλίβ-, ον, [[ὑψηλός]], [[ἀπόκρημνος]], ἀείποτε παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπίθ. τῶν ἀποκρήμνων βράχων (πέτρη ἢ πέτραι) Ἰλ. Ο. 273, 619, Π. 35, Ὀδ. Κ. 88, Ν. 196∙ [[οὕτως]] ἐν Ἡσ. Θ. 675, 786, Ἀσπ. 422, Θέογν. 176, Πινδ. Ο. 6. 110, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 80, Θεοκρ. 26. 10, κτλ.∙ [[ὡσαύτως]] ὡς ἐπίθ. τοῦ [[ὄρος]], ἄκρη, ἐρίπναι, [[πύργος]], Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 169, κτλ.∙ ἐπὶ τοῦ Ὀλυμπιακοῦ θρόνου τοῦ [[Διός]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 1732∙ ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 268, ἂν τὸ [[χωρίον]] ἔχῃ ὀρθῶς, καὶ ἐπὶ ὑψηλῶν δένδρων∙ ἐν Ὀδ. Ι. 243, ὁ [[Κύκλωψ]] ἠλίβατον πέτρην ἐπέθηκε θύρῃσιν, [[ἔνθα]] φαίνεται ὅτι σημαίνει τὸν τεράστιον ὄγκον τοῦ βράχου∙ [[ὁπόθεν]] μεταγ. ποιηταὶ ἤχθησαν εἰς τὴν χρῆσιν τῆς λέξεως [[ἁπλῶς]] ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ [[ὑπέρογκος]], [[μέγας]], μέλεα ἠλ. Ὀππ. Ἁλ. 5. 66∙ σχεδίη Κόϊντ. Σμ. 11. 312. - Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] ποιητ., ἀλλ’ [[ὅμως]] [[ἐνίοτε]] εὕρηται καὶ παρὰ πεζοῖς, [[ὑψηλός]], πέτραι ἠλ. Ξεν. Ἀν. 1. 4, 4∙ τόποι Πολύβ. 4. 41, 9∙ [[πέτρος]] Στράβων 818∙ κρημνοὶ Λουκ. π. τ. ἐπὶ μισθ. συνόντ. 10∙ δένδρα Ἀγαθαρχ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σ. 61∙ [[ἐνίοτε]] δὲ καὶ [[ἐνταῦθα]] ἐπὶ τῆς σημασίας [[ὑπέρογκος]], [[παμμεγέθης]], [[κῦμα]], σκιαὶ Πλούτ. 2. 163C, 935F. ΙΙ. ὡς τὸ Λατ. altus, [[βαθύς]], ἄντρῳ ἐν ἠλιβάτῳ Ἡσ. Θ. 483∙ [[Τάρταρος]] ἠλ. Στησίχ. 81∙ ἠλ. ὑπὸ κευθμῶσι Εὐρ. Ἱππ. 732∙ πελάγεσσιν ἐν ἠλ. Ὀππ. Ἁλ. 3. 171∙ κακόν ἠλ. Δαμόξ. Συντρ. 1. 22∙ [[εὐήθεια]] Πορφ. π. Ἀποχ. 1. 12. (Ἡ [[λέξις]] κοινῶς θεωρεῖται ὡς [[σύνθετος]] ἐκ τοῦ [[ἥλιος]], βαίνω, μόνον, ὑπὸ τοῦ ἡλίου πατούμενος, δηλ. [[ἀπάτητος]], [[ἄβατος]], [[δυσπρόσιτος]], [[ἀπόκρημνος]]∙ ἀλλὰ [[τότε]] ἡ [[χρῆσις]] αὐτῆς ὡς ἐπιθέτου τῆς λέξεως πέτρη ἐν Ὀδ. Ι. 243, καὶ τῶν λέξεων [[ἄντρον]], [[Τάρταρος]], κευθμὼν εἶνε βεβιασμένη καὶ [[ἀπίθανος]]. Ὁ Βουττμ., Λεξιλ. ἐν λέξ. ἀναφέρει αὐτὴν ὡς τὸ [[ἠλεὸς]] (ἀλιτεῖν), συνώνυμ. τῷ [[ἄβατος]] ἢ [[δύσβατος]], [[δύσβατος]], [[δυσπρόσιτος]], [[εἴτε]] ἐπὶ βάθους ([[ὁπότε]] τὸ [[ἠλίβατος]] εἶνε συντετμημένος [[τύπος]] τοῦ [[ἠλιτόβατος]], πρβλ. [[ἠλιτόμηνος]], [[ἠλιτοεργός]]). - Ἡ Ἡσύχ. [[ὅμως]] ἀναφέρει τὴν λέξιν [[ἄλιψ]] =[[πέτρα]], καὶ [[ἴσως]] ἡ πρώτη [[σημασία]] τοῦ [[ἠλίβατος]] εἶνε [[ἁπλῶς]]: [[βραχώδης]], [[κρημνώδης]]∙ πρβλ. [[ἠλιβάτας]]).
|lstext='''ἠλίβᾰτος''': Δωρ. ἀλίβ-, ον, [[ὑψηλός]], [[ἀπόκρημνος]], ἀείποτε παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπίθ. τῶν ἀποκρήμνων βράχων (πέτρη ἢ πέτραι) Ἰλ. Ο. 273, 619, Π. 35, Ὀδ. Κ. 88, Ν. 196∙ [[οὕτως]] ἐν Ἡσ. Θ. 675, 786, Ἀσπ. 422, Θέογν. 176, Πινδ. Ο. 6. 110, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 80, Θεοκρ. 26. 10, κτλ.∙ [[ὡσαύτως]] ὡς ἐπίθ. τοῦ [[ὄρος]], ἄκρη, ἐρίπναι, [[πύργος]], Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 169, κτλ.∙ ἐπὶ τοῦ Ὀλυμπιακοῦ θρόνου τοῦ [[Διός]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 1732∙ ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 268, ἂν τὸ [[χωρίον]] ἔχῃ ὀρθῶς, καὶ ἐπὶ ὑψηλῶν δένδρων∙ ἐν Ὀδ. Ι. 243, ὁ [[Κύκλωψ]] ἠλίβατον πέτρην ἐπέθηκε θύρῃσιν, [[ἔνθα]] φαίνεται ὅτι σημαίνει τὸν τεράστιον ὄγκον τοῦ βράχου∙ [[ὁπόθεν]] μεταγ. ποιηταὶ ἤχθησαν εἰς τὴν χρῆσιν τῆς λέξεως [[ἁπλῶς]] ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ [[ὑπέρογκος]], [[μέγας]], μέλεα ἠλ. Ὀππ. Ἁλ. 5. 66∙ σχεδίη Κόϊντ. Σμ. 11. 312. - Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] ποιητ., ἀλλ’ [[ὅμως]] [[ἐνίοτε]] εὕρηται καὶ παρὰ πεζοῖς, [[ὑψηλός]], πέτραι ἠλ. Ξεν. Ἀν. 1. 4, 4∙ τόποι Πολύβ. 4. 41, 9∙ [[πέτρος]] Στράβων 818∙ κρημνοὶ Λουκ. π. τ. ἐπὶ μισθ. συνόντ. 10∙ δένδρα Ἀγαθαρχ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σ. 61∙ [[ἐνίοτε]] δὲ καὶ [[ἐνταῦθα]] ἐπὶ τῆς σημασίας [[ὑπέρογκος]], [[παμμεγέθης]], [[κῦμα]], σκιαὶ Πλούτ. 2. 163C, 935F. ΙΙ. ὡς τὸ Λατ. altus, [[βαθύς]], ἄντρῳ ἐν ἠλιβάτῳ Ἡσ. Θ. 483∙ [[Τάρταρος]] ἠλ. Στησίχ. 81∙ ἠλ. ὑπὸ κευθμῶσι Εὐρ. Ἱππ. 732∙ πελάγεσσιν ἐν ἠλ. Ὀππ. Ἁλ. 3. 171∙ κακόν ἠλ. Δαμόξ. Συντρ. 1. 22∙ [[εὐήθεια]] Πορφ. π. Ἀποχ. 1. 12. (Ἡ [[λέξις]] κοινῶς θεωρεῖται ὡς [[σύνθετος]] ἐκ τοῦ [[ἥλιος]], βαίνω, μόνον, ὑπὸ τοῦ ἡλίου πατούμενος, δηλ. [[ἀπάτητος]], [[ἄβατος]], [[δυσπρόσιτος]], [[ἀπόκρημνος]]∙ ἀλλὰ [[τότε]] ἡ [[χρῆσις]] αὐτῆς ὡς ἐπιθέτου τῆς λέξεως πέτρη ἐν Ὀδ. Ι. 243, καὶ τῶν λέξεων [[ἄντρον]], [[Τάρταρος]], κευθμὼν εἶνε βεβιασμένη καὶ [[ἀπίθανος]]. Ὁ Βουττμ., Λεξιλ. ἐν λέξ. ἀναφέρει αὐτὴν ὡς τὸ [[ἠλεὸς]] (ἀλιτεῖν), συνώνυμ. τῷ [[ἄβατος]] ἢ [[δύσβατος]], [[δύσβατος]], [[δυσπρόσιτος]], [[εἴτε]] ἐπὶ βάθους ([[ὁπότε]] τὸ [[ἠλίβατος]] εἶνε συντετμημένος [[τύπος]] τοῦ [[ἠλιτόβατος]], πρβλ. [[ἠλιτόμηνος]], [[ἠλιτοεργός]]). - Ἡ Ἡσύχ. [[ὅμως]] ἀναφέρει τὴν λέξιν [[ἄλιψ]] =[[πέτρα]], καὶ [[ἴσως]] ἡ πρώτη [[σημασία]] τοῦ [[ἠλίβατος]] εἶνε [[ἁπλῶς]]: [[βραχώδης]], [[κρημνώδης]]∙ πρβλ. [[ἠλιβάτας]]).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> escarpé, très élevé;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> grand, gros, énorme.<br />'''Étymologie:''' orig. inconnue.
}}
}}