ἠλίβατος

From LSJ

τὸ δι' ἀκριβείας ἐξεταζόμενον → exactly weighed words

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠλίβᾰτος Medium diacritics: ἠλίβατος Low diacritics: ηλίβατος Capitals: ΗΛΙΒΑΤΟΣ
Transliteration A: ēlíbatos Transliteration B: ēlibatos Transliteration C: ilivatos Beta Code: h)li/batos

English (LSJ)

[ῐ], Dor. ἀλίβατος, ον,
A high, steep, always in Hom. as epithet of πέτρη or πέτραι, Il.15.273, al., cf. Hes.Th.675, 786, Thgn.176, Pi. O.6.64, A.Supp.352 (lyr.), E.Supp.80 (lyr.), Theoc.26.10, etc.; ὄρος, ἄκρη, ἐρίπναι, A.R.2.169, 361, 1248; of the Olympian throne of Zeus, Ar.Av.1732; of trees, h.Ven.267 (so prob. in Hes.Sc.422).—Also in X. and later Prose, πέτραι ἠ. An.1.4.4; τόποι Plb.4.41.9; πέτρος Str.17.1.50; δένδρα Agatharch.97; πῦρ Hanno Peripl.16; σταυρός Epigr. ap. Plu.Flam.9.
II deep, abysmal, ἄντρῳ ἐν ἠ. Hes.Th. 483; Τάρταρος ἠ. Stes.83; ἠ. ὑπὸ κευθμῶσι E.Hipp.732 (lyr.); πελάγεσσιν ἐν ἠ. Opp.H.3.171: metaph., κακὸν ἠ. Damox.2.22; εὐηθεια Porph.Abst.1.12.
III in later Poets (perhaps from a misunderstanding of [Κύκλωψ] ἠ. πέτρην ἐπέθηκε θύρῃσιν Od.9.243), huge, enormous, μέλεα Opp.H.5.66; σχεδίη Q.S.11.312; so in Prose, κῦμα, σκιαί, Plu.2.163c,935f. (Etym. dub., cf. ἄλιψ· πέτρα, Hsch.)

German (Pape)

[Seite 1161] jäh, schroff, steil ansteigend, hoch, πέτρη, Il. 15, 273. 619. 16, 33 Od. 9, 243. 10, 88. 13, 196, immer von einem hohen, steilen, schwer zu erklimmenden Felsen; Od. 9, 243 von dem ungeheuren Felsstücke, mit welchem der Kyklop den Eingang zu seiner Höhle verschließt. So mit πέτρη verbunden auch Hes. Th. 675. 786 Sc. 422; Theogn. 176; Pind. Ol. 6, 64 in dorischer Form ἀλίβατος, die auch bei Eur. Suppl. 91 sich findet; Aesch. Suppl. 331 u. sp. D., wie Ap. Rh., der auch ὄρος ἠλίβατον sagt, 2, 169. Selten in Prosa, wie Xen. ὕπερθεν δὲ ἦσαν πέτραι ἠλίβαται, An. 1, 4, 4; τόποι ἠλίβατοι Pol. 4, 41 u. Strab. XII, 560, an die hervorgehobene Stelle der Od. erinnernd; von einzelnen Felsstücken, πέτρος ἠλίβατος στρογγύλος XVII, 1, 118; κρημνοί Luc. merc. cond. 17. Übertr. nur die Höhe bezeichnend, von Bäumen, H. h. Ven. 267; θρόνοι, der Thron des Zeus, Ar. Av. 1728; bes. sp. D., μέλεσσιν ἠλιβάτοις, ungeheure, gewaltige Glieder, Opp. Hal. 5, 66; σχεδίη Qu. Sm. 11, 312; in sp. Prosa, κύματος ἠλιβάτου αἰρομένου, von hoher Brandung, Plut. sept. sap. conv. 20; τὰς σκιὰς ἡμῶν τοῦ ἡλίου ποιοῦντος ἠλιβάτους fac. in orb. lun. 22. – Aber auch in der Bdtg tief, ἄντρῳ ἐν ἠλιβάτῳ ζαθέης ὑπὸ κεύθεσι γαίης Hes. Th. 483, wie Eur. Hipp. 732 ἠλιβάτοις ὑπὸ κευθμῶσι γενοίμαν, wo der Schol. βαθυτάτοις erkl., u. so vom Tartarus; auch Stesichor. frg. inc. 10; πελάγεσσιν ἐν ἠλιβάτοις Opp. Hal. 3, 171, wie Nonn. D. 1, 285; übertr., κακὸν ἠλίβατον Damoxen. bei Ath. III, 102 c; auch εὐήθεια, Porphyr. – Die Ableitung der Alten von ἀλιτεῖν, ὅ ἐστιν ἀποτυχεῖν βάσεως, also für ἠλιτόβατος (vgl. ἠλιτόμηνος, ἠλιτοεργός), von jäher Höhe u. Tiefe, oder übh. unzugänglich, hat mehr Wahrscheinlichkeit für sich, als die von ἥλιος u. βαίνω, von der Sonne beschritten, beschienen, also freiliegend, oder etwa so hoch, daß nur der Sonnenstrahl hinausgelangt, himmelhoch, welche Erkl. auf die letzten Beispiele nicht paßt, vgl. Buttmann Lexil. II p. 182.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 escarpé, très élevé;
2 p. ext. grand, gros, énorme.
Étymologie: orig. inconnue.

Russian (Dvoretsky)

ἠλίβᾰτος: дор. ἀλίβατος 2
1 высокий, крутой, обрывистый (πέτρη Hom., Hes., Pind., Xen., Plut.; ὄρος Aesch.; τόποι Polyb.; κρημνοί Luc.);
2 высоко вознесенный (θρόνοι, sc. Ζηνός Arph.);
3 высокоствольный (ἐλάται, δρύες HH);
4 огромный, громадный (κῦμα Plut.);
5 густой, темный (σκιαί Plut.);
6 глубокий, бездонный (ἄντρον Hes.; κευθμών Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἠλίβᾰτος: Δωρ. ἀλίβ-, ον, ὑψηλός, ἀπόκρημνος, ἀείποτε παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπίθ. τῶν ἀποκρήμνων βράχων (πέτρη ἢ πέτραι) Ἰλ. Ο. 273, 619, Π. 35, Ὀδ. Κ. 88, Ν. 196∙ οὕτως ἐν Ἡσ. Θ. 675, 786, Ἀσπ. 422, Θέογν. 176, Πινδ. Ο. 6. 110, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 80, Θεοκρ. 26. 10, κτλ.∙ ὡσαύτως ὡς ἐπίθ. τοῦ ὄρος, ἄκρη, ἐρίπναι, πύργος, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 169, κτλ.∙ ἐπὶ τοῦ Ὀλυμπιακοῦ θρόνου τοῦ Διός, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1732∙ ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 268, ἂν τὸ χωρίον ἔχῃ ὀρθῶς, καὶ ἐπὶ ὑψηλῶν δένδρων∙ ἐν Ὀδ. Ι. 243, ὁ Κύκλωψ ἠλίβατον πέτρην ἐπέθηκε θύρῃσιν, ἔνθα φαίνεται ὅτι σημαίνει τὸν τεράστιον ὄγκον τοῦ βράχου∙ ὁπόθεν μεταγ. ποιηταὶ ἤχθησαν εἰς τὴν χρῆσιν τῆς λέξεως ἁπλῶς ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ὑπέρογκος, μέγας, μέλεα ἠλ. Ὀππ. Ἁλ. 5. 66∙ σχεδίη Κόϊντ. Σμ. 11. 312. - Ἡ λέξις εἶναι ποιητ., ἀλλ’ ὅμως ἐνίοτε εὕρηται καὶ παρὰ πεζοῖς, ὑψηλός, πέτραι ἠλ. Ξεν. Ἀν. 1. 4, 4∙ τόποι Πολύβ. 4. 41, 9∙ πέτρος Στράβων 818∙ κρημνοὶ Λουκ. π. τ. ἐπὶ μισθ. συνόντ. 10∙ δένδρα Ἀγαθαρχ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σ. 61∙ ἐνίοτε δὲ καὶ ἐνταῦθα ἐπὶ τῆς σημασίας ὑπέρογκος, παμμεγέθης, κῦμα, σκιαὶ Πλούτ. 2. 163C, 935F. ΙΙ. ὡς τὸ Λατ. altus, βαθύς, ἄντρῳ ἐν ἠλιβάτῳ Ἡσ. Θ. 483∙ Τάρταρος ἠλ. Στησίχ. 81∙ ἠλ. ὑπὸ κευθμῶσι Εὐρ. Ἱππ. 732∙ πελάγεσσιν ἐν ἠλ. Ὀππ. Ἁλ. 3. 171∙ κακόν ἠλ. Δαμόξ. Συντρ. 1. 22∙ εὐήθεια Πορφ. π. Ἀποχ. 1. 12. (Ἡ λέξις κοινῶς θεωρεῖται ὡς σύνθετος ἐκ τοῦ ἥλιος, βαίνω, μόνον, ὑπὸ τοῦ ἡλίου πατούμενος, δηλ. ἀπάτητος, ἄβατος, δυσπρόσιτος, ἀπόκρημνος∙ ἀλλὰ τότεχρῆσις αὐτῆς ὡς ἐπιθέτου τῆς λέξεως πέτρη ἐν Ὀδ. Ι. 243, καὶ τῶν λέξεων ἄντρον, Τάρταρος, κευθμὼν εἶνε βεβιασμένη καὶ ἀπίθανος. Ὁ Βουττμ., Λεξιλ. ἐν λέξ. ἀναφέρει αὐτὴν ὡς τὸ ἠλεὸς (ἀλιτεῖν), συνώνυμ. τῷ ἄβατοςδύσβατος, δύσβατος, δυσπρόσιτος, εἴτε ἐπὶ βάθους (ὁπότε τὸ ἠλίβατος εἶνε συντετμημένος τύπος τοῦ ἠλιτόβατος, πρβλ. ἠλιτόμηνος, ἠλιτοεργός). - Ἡ Ἡσύχ. ὅμως ἀναφέρει τὴν λέξιν ἄλιψ =πέτρα, καὶ ἴσως ἡ πρώτη σημασία τοῦ ἠλίβατος εἶνε ἁπλῶς: βραχώδης, κρημνώδης∙ πρβλ. ἠλιβάτας).

English (Autenrieth)

towering, lofty, Od. 9.243, Il. 15.273.

Greek Monolingual

ἠλίβατος και δωρ. ἀλίβατος, -ον (Α)
1. (στον Όμ. πάντα για απότομους βράχους) ψηλός, απότομος, απόκρημνος, ανηφορικός
2. (για δέντρα, καθώς και για τον θρόνο του Διός στην Ολυμπία) ψηλός, μεγάλος (τῶν ἠλιβάτων θρόνων ἄρχοντα», Αριστοφ.)
3. (για τη φωτιά) αυτός που ανεβαίνει ψηλά
4. (για σπηλιές, κρυψώνες κ.λπ.) βαθύς
5. μτφ. μεγάλοςἠλίβατος εὐήθεια», Πορφ.)
6. μτφ. τεράστιος, υπέρμετρος, υπέρογκος («κύματος ἠλιβάτου», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, < ηλιτό-βατος «άβατος, δύσβατος» με συλλαβική ανομοίωση. Το α΄ συνθετικό συνδέεται στην περίπτωση αυτή με τη ρίζα αλιτ- (βλ. λ. αλείτης), το δε αρχικό η- οφείλεται σε μετρική έκταση, άποψη που ενισχύεται από την ύπαρξη του επιθ. ηλιτό-μηνος. Η διάκριση β΄ συνθετικού (< βαίνω) θεωρήθηκε από πολλούς λαϊκή παρετυμολογική σύνδεση τών αρχαίων και αμφισβητήθηκε, ενισχύεται όμως από την ύπαρξη του επιθ. ηλι-βάτας (τράγος) «(τράγος) που συχνάζει σε απόκρημνα μέρη». Κατ' άλλη άποψη, η λ. προέρχεται από θ. λιβ- με προθεματικό φωνήεν και κατάλ. -ατος (πρβλ. μέσ(σ)-ατος, τρίτ-ατος). Στην περίπτωση αυτή το θ. συνδέεται με το β' συνθετικό του αιγίλιψ«απόκρημνος» και της γλώσσας του Ησυχίου ά-λιψ «εκεί που δεν μπορείς να σκαρφαλώσεις»].

Greek Monotonic

ἠλίβᾰτος: Δωρ. ἀλίβ-, -ον,
I. 1. ψηλός, απόκρημνος, απότομος, επίθ. των απόκρημνων βράχων, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.· λέγεται για τον Ολύμπιο θρόνο του Δία, σε Αριστοφ.
2. στην Ομήρ. Οδ., Ι 243, το ἠλίβατος πέτρηφαίνεται να σημαίνει τον τεράστιο, πελώριο όγκο του βράχου.
II. όπως το Λατ. altus, βαθύς, σε Ησίοδ., Ευρ. (αμφίβ. προέλ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: Meaning unknown (Il.), in Hom. always, later often of πέτρη () but also of several other objects, δρύες, ἄντρον, Τάρταρος, κῦμα a. o., understood as steep, high, deep, later also as enormous, big, s. Buttmann Lexilogus 2, 176ff. (steep or slippery), which are easily understandabke as later guesses.
Other forms: Dor. ἀλ-,
Derivatives: Beside it ἠλιβάτας (τράγος, Antiph. 133, 3).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained. Another unclear epithet of πέτρη is αἰγίλιψ, s. v. Cf. also ἠλιτενης πέτρα ὑψηλή Suid. Wrong IE. etymologies noted in Bq; s. also Fraenkel Nom. ag. 2, 75f. with further details. Acc. to Buttmann Lexilogus 2, 176ff. from *ἠλιτό-βατος = ἄβατος, δύσβατος (cf. ἠλιτό-μηνος) with syllable-dissimilation.

Middle Liddell


I. high, steep, precipitous, epithet of rocky crags, Hom., Hes., etc.; of the throne of Zeus, Ar.
2. in Od. 9. 243 ἠλίβατος πέτρη, it seems to mean enormous, huge.
II. = Lat. altus, deep, profound, Hes., Eur. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

ἠλίβατος: {ēlíbatos}
Forms: dorisiert ἀλ-,
Meaning: Adj. ungewisser Bedeutung (ep. poet. seit Il., hell. u. späte Prosa), bei Hom. immer, in der Folgezeit oft von πέτρη (-α) aber auch von verschiedenen anderen Gegenständen, δρύες, ἄντρον, Τάρταρος, κῦμα u. a., als steil, hoch, tief, später auch als gewaltig, groß verstanden, vgl. Buttmann Lexilogus 2, 176ff. (steil oder glatt).
Derivative: Daneben ἠλιβάτας (τράγος, Antiph. 133, 3).
Etymology: Unerklärt. Ein anderes schwerverständliches Epithet von πέτρη ist αἰγίλιψ, s. d. Vgl. noch ἠλιτενὴς πέτρα· ὑψηλή Suid. Verfehlte idg. Etymologien sind bei Bq notiert; s. noch Fraenkel Nom. ag. 2, 75f. mit weiteren Einzelheiten. Nach Buttmann Lexilogus 2, 176ff. aus *ἠλιτόβατος = ἄβατος, δύσβατος (vgl. ἠλιτόμηνος) mit Silbendissimilation.
Page 1,630