3,277,172
edits
(6_6) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κάρφος''': -εος, τό, (ἴδε ἐν τέλει): -πᾶν [[εἶδος]] ξύλου ἢ καλάμου λεπτοῦ, μικροῦ καὶ ξηροῦ, ἰδίως ξηρὰ καλάμη τῶν σιτηρῶν, Λατ. palea, festuca, stipula· ὁ Ἡρόδ. (3. 111) καλεῖ τὰ ξηρὰ ξύλα τοῦ κινναμώμου (τῆς κανέλλας) κάρφεα (ἔχει δὲ ἡ [[λέξις]] αὕτη περίεργον ὁμοιότητα πρὸς τὸ Ἀραβικὸν [[ὄνομα]] τοῦ κινναμώμου kerfet, kirfah, πρβλ. Στέφ. Βυζ. ἐν λ. Ἀβασηνοί)· ἐπὶ τοῦ καυλοῦ τῆς ὀρύζης, Πολύαιν. 4. 3, πρβλ. Λουκ. Ἑρμότ. 33· - ἀκολούθως, [[καθόλου]] ἐν τῷ πληθ., ξηροὶ κλάδοι ἢ κλῶνες, τεμάχια ξύλου, ἄχυρα, τρίχες ἐρίου καὶ τὰ τοιαῦτα, δι’ ὧν τὰ πτηνἀ κατασκευάζουσι τὰς φωλεὰς αὑτῶν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 642, πρβλ. Σώφρωνα παρὰ Δημητρ. Φαληρ. § 147 (Ρήτορες Walz τ. 9. σ. 68), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 7, 1· περιληπτικῶς ἐν τῷ ἑνικῷ, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 22α, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2, 20, Ἀθήν. 187C· - ἐν τῷ ἑνικῷ, [[ξυλάριον]], πελεκοῦδι, [[κάρφος]] χαμᾶθέν νυν λαβὼν τὸν [[λύχνον]] πρόβυσον Ἀριστοφ. Σφ. 249· - παροιμ., [[μηδὲ]] [[κάρφος]] κινεῖν, διατελεῖν ἐν παντελεῖ ἠρεμίᾳ, ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 474· ἀπὸ τῆς κύλικος [[κάρφος]] τῷ μικρῷ δακτύλῳ ἀφαιρεῖν Ἀθήν. 604C. ΙΙ. = καρπίς, Πλούτ. 2. 550Β· οὐδὲ κ. ἐβλάβη, [[οὐδόλως]], οὐδὲ κατὰ μικρόν, Συλλ. Ἐπιγρ. 4924. ΙΙΙ. [[πινακίδιον]] ξύλινον, ἐφ’ οὗ τὸ [[σύνθημα]] ἦτο γεγραμμένον, Πολύβ. 6. 36, 3. IV. ἐν τῷ πληθ., [[ὥριμος]] [[καρπὸς]] (ἢ κατὰ τὸν Σχολιαστ. τὸ δέρμα, δηλ. ὁ φλοιὸς τοῦ καρποῦ), Νικ. Ἀλεξιφ. 230, 491, Θηρ. 893, 941· πρβλ. [[καρφεῖα]]. (Πιθαν. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ [[κάρφω]]. Ὁ Κούρτ. σχετίζει τὴν λέξιν πρὸς τὰ [[σκαρφίον]], σκαρφάω, σκαρῖφος). | |lstext='''κάρφος''': -εος, τό, (ἴδε ἐν τέλει): -πᾶν [[εἶδος]] ξύλου ἢ καλάμου λεπτοῦ, μικροῦ καὶ ξηροῦ, ἰδίως ξηρὰ καλάμη τῶν σιτηρῶν, Λατ. palea, festuca, stipula· ὁ Ἡρόδ. (3. 111) καλεῖ τὰ ξηρὰ ξύλα τοῦ κινναμώμου (τῆς κανέλλας) κάρφεα (ἔχει δὲ ἡ [[λέξις]] αὕτη περίεργον ὁμοιότητα πρὸς τὸ Ἀραβικὸν [[ὄνομα]] τοῦ κινναμώμου kerfet, kirfah, πρβλ. Στέφ. Βυζ. ἐν λ. Ἀβασηνοί)· ἐπὶ τοῦ καυλοῦ τῆς ὀρύζης, Πολύαιν. 4. 3, πρβλ. Λουκ. Ἑρμότ. 33· - ἀκολούθως, [[καθόλου]] ἐν τῷ πληθ., ξηροὶ κλάδοι ἢ κλῶνες, τεμάχια ξύλου, ἄχυρα, τρίχες ἐρίου καὶ τὰ τοιαῦτα, δι’ ὧν τὰ πτηνἀ κατασκευάζουσι τὰς φωλεὰς αὑτῶν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 642, πρβλ. Σώφρωνα παρὰ Δημητρ. Φαληρ. § 147 (Ρήτορες Walz τ. 9. σ. 68), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 7, 1· περιληπτικῶς ἐν τῷ ἑνικῷ, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 22α, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2, 20, Ἀθήν. 187C· - ἐν τῷ ἑνικῷ, [[ξυλάριον]], πελεκοῦδι, [[κάρφος]] χαμᾶθέν νυν λαβὼν τὸν [[λύχνον]] πρόβυσον Ἀριστοφ. Σφ. 249· - παροιμ., [[μηδὲ]] [[κάρφος]] κινεῖν, διατελεῖν ἐν παντελεῖ ἠρεμίᾳ, ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 474· ἀπὸ τῆς κύλικος [[κάρφος]] τῷ μικρῷ δακτύλῳ ἀφαιρεῖν Ἀθήν. 604C. ΙΙ. = καρπίς, Πλούτ. 2. 550Β· οὐδὲ κ. ἐβλάβη, [[οὐδόλως]], οὐδὲ κατὰ μικρόν, Συλλ. Ἐπιγρ. 4924. ΙΙΙ. [[πινακίδιον]] ξύλινον, ἐφ’ οὗ τὸ [[σύνθημα]] ἦτο γεγραμμένον, Πολύβ. 6. 36, 3. IV. ἐν τῷ πληθ., [[ὥριμος]] [[καρπὸς]] (ἢ κατὰ τὸν Σχολιαστ. τὸ δέρμα, δηλ. ὁ φλοιὸς τοῦ καρποῦ), Νικ. Ἀλεξιφ. 230, 491, Θηρ. 893, 941· πρβλ. [[καρφεῖα]]. (Πιθαν. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ [[κάρφω]]. Ὁ Κούρτ. σχετίζει τὴν λέξιν πρὸς τὰ [[σκαρφίον]], σκαρφάω, σκαρῖφος). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> brin de paille, fétu ; τὰ [[κάρφη]] brindilles;<br /><b>2</b> baguette dont le préteur touchait les esclaves pour les affranchir.<br />'''Étymologie:''' cf. καρφόω et [[καρπός]]. | |||
}} | }} |