κάρφος

From LSJ

Κούφως φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Fiet levis fortuna, si leviter feras → Leicht muss man tragen das bestehende Geschick

Menander, Monostichoi, 280
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάρφος Medium diacritics: κάρφος Low diacritics: κάρφος Capitals: ΚΑΡΦΟΣ
Transliteration A: kárphos Transliteration B: karphos Transliteration C: karfos Beta Code: ka/rfos

English (LSJ)

εος, τό,
A any small dry body, esp. dry stalk, as of the dry sticks of cinnamon, Hdt.3.111; of rice-straw, Polyaen.4.3.32, cf. Luc. Herm.33: generally, in plural, dry twigs, chips, straws, bits of wool, such as birds make their nests of, Ar.Av.643, Sophr.32, Arist.HA612b23, AP10.14 (Agath.): collectivelyin sg., A.Fr.24, Arist.HA560b8, Ath.5.187c: in sg., chip of wood, Ar.V.249; toothpick, Alciphr.1.22: prov., κινοῦσα μηδὲ κάρφος = stirring not a single blade of grass, 'not stirring an inch', Ar.Lys.474, cf. Herod. 3.67; οὐδὲ κ. ἐβλάβη Epigr.Gr.980.9 (Philae); ἀπὸ τῆς κύλικος κάρφος τῷ μικρῷ δακτύλῳ ἀφαιρετεῖν Ion Hist.1.
II = Lat. festuca, Plu.2.550b.
III a small piece of wood on which the watchword was written, Plb.6.36.3.
IV in plural, ripe fruit, Nic.Al.230, 491, Th.893,941.
V = τῆλις, Dsc.2.102. (σκάρφος is v.l. (perhaps right) in A.l.c., Plb.l.c.: perhaps cogn. with Engl. sharp.)

German (Pape)

[Seite 1332] τό (κάρφω), jeder trockene Körper, bes. Ruthen, dünnes Reisig, κεραία ξύλου λεπτή, Spähne, dünne Stengel, sing. collectiv., Aeschyl. fr. 19; im plur. vom Zimmt, Her. 3, 111; Ar. vbdt, vom Nest des Kuckuks sprechend, τὰ κάρφη καὶ τὰ φρύγανα, Av. 642; κάρφος χαμᾶθεν νῦν λαβὼν τὸν λύχνον πρόβυσον Vesp. 249, etwa nimm einen Strohhalm auf u. zieh' den Docht vor; ὁρμίνοιο Nic. 892; Hesych. erkl. auch ἄχυρον; aber Polyaen. 4, 3 stellt neben einander ἀχύρων μυρίας ἁμάξας, κάρφους πεντακισχιλίας, Reisig; bei Ath. V, 187 e Spreu, Halm u. dgl.; XIII, 604 c ἀπὸ τῆς κύλικος κάρφος τῷ μικρῷ δακτύλῳ ἀφαιρεῖν, nachher ἀποφυσᾶν; κάρφη τινὰ συνδήσαντες, Reis oder Heubündel, Luc. Hermotim. 33; – μηδὲ κάρφος κινεῖν, auch nicht einen Strohhalm bewegen, Ar. Lys. 474. – Ein Zahnstocher, Alc. 1, 22. – Bes. heißt so die Ruthe, mit welcher der Prätor den Sklaven, welchen er freispricht, berührt, Plut. de S. N. V. 4. – Bei Pol. 6, 36, 3, λαμβάνει παρὰ τῶν φυλασσόντων τὸ κάρφος, ein hölzernes Täfelchen oder Spänchen, auf welches die Parole geschrieben wurde. – Für Schale erkl. es der Schol. bei Nic. Al. 230. 491, wo es Andere = καρπός erkl.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 brin de paille, fétu ; τὰ κάρφη brindilles;
2 baguette dont le préteur touchait les esclaves pour les affranchir.
Étymologie: cf. καρφόω et καρπός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάρφος - εος, contr. -ους, τό [~ κάρφω] droog stukje hout takje, strootje, stokje; splinter:; τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου; de splinter in het oog van je broeder NT Mt. 7.3; spreekw.. κινεῖν μηδὲ κάρφος geen vin verroeren Aristoph. Lys. 474.

Russian (Dvoretsky)

κάρφος: εος τό сухая щепочка или палочка, высохшая веточка, соломинка (τὰ κάρφη καὶ τὰ φρύγανα Arph.): τὰ κάρφεα τὰ ἡμεῖς κιννάμωμον καλεῦμεν Her. сухие щепочки, т. е. полоски коры, которые мы называем корицей; μηδὲ κ. κινεῖν погов. Arph. не задеть и соломинки, т. е. быть тише воды; βλέπειν τὸ κ. ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τινος погов. NT видеть сучок в чьем-л. глазу.

Greek (Liddell-Scott)

κάρφος: -εος, τό, (ἴδε ἐν τέλει): -πᾶν εἶδος ξύλου ἢ καλάμου λεπτοῦ, μικροῦ καὶ ξηροῦ, ἰδίως ξηρὰ καλάμη τῶν σιτηρῶν, Λατ. palea, festuca, stipula· ὁ Ἡρόδ. (3. 111) καλεῖ τὰ ξηρὰ ξύλα τοῦ κινναμώμου (τῆς κανέλλας) κάρφεα (ἔχει δὲ ἡ λέξις αὕτη περίεργον ὁμοιότητα πρὸς τὸ Ἀραβικὸν ὄνομα τοῦ κινναμώμου kerfet, kirfah, πρβλ. Στέφ. Βυζ. ἐν λ. Ἀβασηνοί)· ἐπὶ τοῦ καυλοῦ τῆς ὀρύζης, Πολύαιν. 4. 3, πρβλ. Λουκ. Ἑρμότ. 33· - ἀκολούθως, καθόλου ἐν τῷ πληθ., ξηροὶ κλάδοι ἢ κλῶνες, τεμάχια ξύλου, ἄχυρα, τρίχες ἐρίου καὶ τὰ τοιαῦτα, δι’ ὧν τὰ πτηνἀ κατασκευάζουσι τὰς φωλεὰς αὑτῶν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 642, πρβλ. Σώφρωνα παρὰ Δημητρ. Φαληρ. § 147 (Ρήτορες Walz τ. 9. σ. 68), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 7, 1· περιληπτικῶς ἐν τῷ ἑνικῷ, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 22α, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2, 20, Ἀθήν. 187C· - ἐν τῷ ἑνικῷ, ξυλάριον, πελεκοῦδι, κάρφος χαμᾶθέν νυν λαβὼν τὸν λύχνον πρόβυσον Ἀριστοφ. Σφ. 249· - παροιμ., μηδὲ κάρφος κινεῖν, διατελεῖν ἐν παντελεῖ ἠρεμίᾳ, ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 474· ἀπὸ τῆς κύλικος κάρφος τῷ μικρῷ δακτύλῳ ἀφαιρεῖν Ἀθήν. 604C. ΙΙ. = καρπίς, Πλούτ. 2. 550Β· οὐδὲ κ. ἐβλάβη, οὐδόλως, οὐδὲ κατὰ μικρόν, Συλλ. Ἐπιγρ. 4924. ΙΙΙ. πινακίδιον ξύλινον, ἐφ’ οὗ τὸ σύνθημα ἦτο γεγραμμένον, Πολύβ. 6. 36, 3. IV. ἐν τῷ πληθ., ὥριμος καρπὸς (ἢ κατὰ τὸν Σχολιαστ. τὸ δέρμα, δηλ. ὁ φλοιὸς τοῦ καρποῦ), Νικ. Ἀλεξιφ. 230, 491, Θηρ. 893, 941· πρβλ. καρφεῖα. (Πιθαν. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ κάρφω. Ὁ Κούρτ. σχετίζει τὴν λέξιν πρὸς τὰ σκαρφίον, σκαρφάω, σκαρῖφος).

English (Strong)

from karpho (to wither); a dry twig or straw: mote.

English (Thayer)

καρφεος (καρφους), τό (from κάρφω to contract, dry up, wither), a dry stalk or twig, a straw; chaff (A. V. mote): Aeschylus and Herodotus down.)

Greek Monolingual

το (AM κάρφος) κάρφω
1. ξερό χόρτο, άχυρο («ὄρνιθας δὲ λέγουσι μεγάλας φορέειν ταῦτα τὰ κάρφεα», Ηρόδ.)
2. ξερό κλαδί
νεοελλ.
φρ. «είναι κάρφος οφθαλμών»
i) είναι αντικείμενο φθόνου
ii) (για τέχνη) τερατούργημα
(μσν. -αρχ.) παροιμ. «οὐδὲ κάρφος ἐβλάβη» — δεν τον έβλαψε ούτε ελάχιστα
αρχ.
1. ραβδί με το οποίο οι Ρωμαίοι πραίτορες ακουμπούσαν τους δούλους όταν τους κήρυσσαν ελεύθερους
2. ξύλινη πινακίδα στην οποία ήταν γραμμένο σύνθημα («κἄν μὲν εὕρῃ τοὺς φυλάττοντας τὴν πρώτην ἐγρηγορότας, λαμβάνει παρὰ τούτων τὸ κάρφος», Πολ.)
3. οδοντογλυφίδα
4. ώριμος καρπός
5. ξυλαράκι, πελεκούδικάρφος χαμᾱθέν νυν λαβὼν τὸν λύχνον πρόβυσον», Αριστοφ.)
6. παροιμ. «κινοῦσα μηδὲ κάρφος» — η οποία διατελούσε σε πλήρη ηρεμία.

Greek Monotonic

κάρφος: -εος, τό, ξερό κοτσάνι, καλάμι, Λατ. palea, stipula, ξύλινο πελεκούδι, σκλήθρα ξύλου, σε Αριστοφ.· στον πληθ., τα ξηρά ξύλα της κανέλας, σε Ηρόδ.· ξερά κλαδιά, κλωνάρια, ξύλινα πελεκούδια, καλάμια, τρίχες από μαλλί, υλικά με τα οποία τα πουλιά κατασκευάζουν τις φωλιές τους, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

κάρφος, εος,
a dry stalk, Lat. palea, stipula, a chip of wood, Ar.: in plural the dry sticks of cinnamon, Hdt.; dry twigs, chips, straws, bits of wool, such as birds make nests of, Ar. [from !κάρφω

Chinese

原文音譯:k£rfoj 卡而賀士
詞類次數:名詞(6)
原文字根:枯萎 相當於: (עָלֶה‎)
字義溯源:乾枝,禾稭,瑕疵,木屑,木釘,刺,樹枝;源自(κάρφος)X*=枯萎)
出現次數:總共(6);太(3);路(3)
譯字彙編
1) 刺(6) 太7:3; 太7:4; 太7:5; 路6:41; 路6:42; 路6:42

English (Woodhouse)

shavings, chips

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

τό (=ἄχυρο καί κάθε λεπτό ξερό ξυλαράκι). Ἀπό τήν ἴδια ρίζα μέ τό κάρφω (=ξεραίνω, μαραίνω) ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις: καρφαλέος (=ξερός), καρφηρός, κάρφη (=ξερό χορτάρι,), καρφολογῶ (=μαζεύω ξερά κλαδιά). Ἔχει σχέση μέ τή λέξη κράμβος (=ξερός).