καταιθαλόω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_2)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταιθᾰλόω''': [[κατακαίω]], [[μεταβάλλω]] εἰς αἰθάλην, δόμους… καταιθαλώσω Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 157· ὃν [[Ζεὺς]] κεραυνῷ πυρπόλῳ καταιθαλοῖ Εὐρ. Ἱκέτ. 640· [[σῶμα]] καὶ δόμων περιπτυχὰς κ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1242, πρβλ. 1248· μεταφ., ἐπὶ ἔρωτος, καταιθαλώσεις τῶν νεωτέρων τινὰ [[αὐτόθι]] 1261.― Παθητ., Τροίας πυρὶ κατῃθαλωμένης Εὐρ. Τρῳ. 60· ὑπ’ ἀσβόλου κατῃθαλωμένος, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 5. 4.
|lstext='''καταιθᾰλόω''': [[κατακαίω]], [[μεταβάλλω]] εἰς αἰθάλην, δόμους… καταιθαλώσω Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 157· ὃν [[Ζεὺς]] κεραυνῷ πυρπόλῳ καταιθαλοῖ Εὐρ. Ἱκέτ. 640· [[σῶμα]] καὶ δόμων περιπτυχὰς κ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1242, πρβλ. 1248· μεταφ., ἐπὶ ἔρωτος, καταιθαλώσεις τῶν νεωτέρων τινὰ [[αὐτόθι]] 1261.― Παθητ., Τροίας πυρὶ κατῃθαλωμένης Εὐρ. Τρῳ. 60· ὑπ’ ἀσβόλου κατῃθαλωμένος, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 5. 4.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> noircir de fumée, de suie, acc.;<br /><b>2</b> réduire en fumée, en cendres.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[αἰθαλόω]].
}}
}}