καταιθαλόω
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
English (LSJ)
burn to ashes, δόμους… καταιθαλώσω A.Fr.160; ὃν Ζεὺς κεραυνῷ πυρπόλῳ καταιθαλοῖ E.Supp.640; Μίμαντα πυρί Id.Ion 215 (lyr.); σῶμα καὶ δόμων περιπτυχὰς κ. Ar.Av.1242, cf. 1248; γαῖαν Lyc.1376: metaph., of love, καταιθαλώσεις τῶν νεωτέρων τινά Ar. Av.1261:—Pass., (Τροίας) πυρὶ κατῃθαλωμένης E.Tr.60; ὑπ' ἀσβόλου κατῃθαλωμένος all burnt and sooty, Luc.DDeor.5.4, cf. Artem.2.10; ἱερῶν-ουμένων Hp.Ep.27.
German (Pape)
[Seite 1350] ganz zu Ruß, zu Asche brennen; δόμους Aesch. frg. 148; Ar. Av. 1242. 1248; übertr., entflammen, 1261; ὃν Ζεὺς κεραυνῷ πυρπόλῳ καταιθαλοῖ Eur. Suppl. 640; Ion 215; πόλεως πυρὶ κατῃθαλωμένης Troad. 60; γαῖαν Lycophr. 1376; in Prosa, Luc. D. D. 5, 4 ὑπὸ τῆς ἀσβόλου κατῃθαλωμένος, mit Ruß geschwärzt; Artemid. 2, 10.
French (Bailly abrégé)
καταιθαλῶ :
1 noircir de fumée, de suie, acc.;
2 réduire en fumée, en cendres.
Étymologie: κατά, αἰθαλόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-αιθαλόω tot as verbranden:; ὃν Ζεὺς κεραυνῷ... καθαιθαλοῖ die Zeus met zijn bliksem verbrandde Eur. Suppl. 640; ὑπὸ τῆς ἀσβόλου κατῃθαλωμένον zwart van het roet Luc. 79.8.4; overdr. van liefde:. οὔκουν... καθαιθαλώσεις τῶν νεωτέρων τινά; wil je niet een jonge man in vuur en vlam zetten? Aristoph. Av. 1261.
Russian (Dvoretsky)
καταιθᾰλόω:
1 превращать в пепел, сжигать (δόμους Aesch., Arph.; κ. τινα κεραυνῷ Eur.): (Τροίας) πυρὶ κατῃθαλωμένης Eur. (теперь), когда Троя погибла в огне;
2 покрывать копотью: ὑπὸ τῆς ἀσβόλου κατῃθαλωμένος Luc. покрытый сажей, закопченный.
Greek (Liddell-Scott)
καταιθᾰλόω: κατακαίω, μεταβάλλω εἰς αἰθάλην, δόμους… καταιθαλώσω Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 157· ὃν Ζεὺς κεραυνῷ πυρπόλῳ καταιθαλοῖ Εὐρ. Ἱκέτ. 640· σῶμα καὶ δόμων περιπτυχὰς κ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1242, πρβλ. 1248· μεταφ., ἐπὶ ἔρωτος, καταιθαλώσεις τῶν νεωτέρων τινὰ αὐτόθι 1261.― Παθητ., Τροίας πυρὶ κατῃθαλωμένης Εὐρ. Τρῳ. 60· ὑπ’ ἀσβόλου κατῃθαλωμένος, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 5. 4.
Greek Monotonic
καταιθᾰλόω: μέλ. -ώσω, κάνω στάχτη, κατακαίω, σε Ευρ., Αριστοφ. — Παθ., (Τροίας), πυρὶ κατῃθαλωμένης, σε Ευρ.
Middle Liddell
fut. ώσω
to burn to ashes, Eur., Ar.:— Pass., [Τροίας] πυρὶ κατῃθαλωμένης Eur.