κορυφαῖος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κορῠφαῖος''': ὁ, (κορυφὴ) ὁ πρῶτος, ὁ [[ἀρχηγός]], αὐτὸς [[ἕκαστος]] βουλόμενος κ. [[εἶναι]] Ἡρόδ. 3. 82· τῶν ἀνδρῶν τοὺς κ. [[αὐτόθι]] 159, πρβλ. 6. 23, 98, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 173C· οἱ κορυφαῖοι, φατριῶν, Πολύβ. 28. 4, 6· ― ἐν τῷ Ἀττ. δράματι, ὁ ἡγεμὼν ἢ πρῶτος τοῦ χοροῦ, ἡγεμὼν τῆς φυλῆς [[κορυφαῖος]] Δημ. 533. 25, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 4, 6, Ποσειδών. παρ’ Ἀθην. 152Β, κτλ.· κ. ἑστηκώς, ὁ ἱστάμενος πρῶτος [[ὥσπερ]] ὁ ἐν τῷ χορῷ [[κορυφαῖος]], Ἀριστοφ. Πλ. 953. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ὁ ἐπὶ κορυφῆς, ὁ κ. [[πῖλος]] ἡ κορωνὶς ἢ apex, Ρωμαίου στεφανηφόρου ἱερέως (flamen), Πλουτ. Μάρκελλ. 5· τὰ κ. τῆς νίκης, οἱ ἐξοχώτατοι καρποὶ..., Ἡρῳδιαν. 8. 3· κ. [[τέλος]] τῶν πραγμάτων ὁ αὐτ. 7. 5. 2) ἐπίθ. τοῦ [[Διός]], παρὰ Ρωμαίοις Jupiter Capitolinus, Παυσ. 2. 4. 5, Συλλογ. Ἐπιγρ. 4458. 4. ― Παρὰ μεταγενεστέροις συγγραφεῦσιν ἔχομεν ὑπερθ. κορυφαιότατος, Συλλογ. Ἐπιγρ. 3885, 2. 1115Β, Λουκ. Σολοικιστ. 5, Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 34· ἴδε Λοβ. Φρύν. 69.
|lstext='''κορῠφαῖος''': ὁ, (κορυφὴ) ὁ πρῶτος, ὁ [[ἀρχηγός]], αὐτὸς [[ἕκαστος]] βουλόμενος κ. [[εἶναι]] Ἡρόδ. 3. 82· τῶν ἀνδρῶν τοὺς κ. [[αὐτόθι]] 159, πρβλ. 6. 23, 98, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 173C· οἱ κορυφαῖοι, φατριῶν, Πολύβ. 28. 4, 6· ― ἐν τῷ Ἀττ. δράματι, ὁ ἡγεμὼν ἢ πρῶτος τοῦ χοροῦ, ἡγεμὼν τῆς φυλῆς [[κορυφαῖος]] Δημ. 533. 25, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 4, 6, Ποσειδών. παρ’ Ἀθην. 152Β, κτλ.· κ. ἑστηκώς, ὁ ἱστάμενος πρῶτος [[ὥσπερ]] ὁ ἐν τῷ χορῷ [[κορυφαῖος]], Ἀριστοφ. Πλ. 953. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ὁ ἐπὶ κορυφῆς, ὁ κ. [[πῖλος]] ἡ κορωνὶς ἢ apex, Ρωμαίου στεφανηφόρου ἱερέως (flamen), Πλουτ. Μάρκελλ. 5· τὰ κ. τῆς νίκης, οἱ ἐξοχώτατοι καρποὶ..., Ἡρῳδιαν. 8. 3· κ. [[τέλος]] τῶν πραγμάτων ὁ αὐτ. 7. 5. 2) ἐπίθ. τοῦ [[Διός]], παρὰ Ρωμαίοις Jupiter Capitolinus, Παυσ. 2. 4. 5, Συλλογ. Ἐπιγρ. 4458. 4. ― Παρὰ μεταγενεστέροις συγγραφεῦσιν ἔχομεν ὑπερθ. κορυφαιότατος, Συλλογ. Ἐπιγρ. 3885, 2. 1115Β, Λουκ. Σολοικιστ. 5, Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 34· ἴδε Λοβ. Φρύν. 69.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> qui occupe le sommet <i>ou</i> la première place ; <i>subst.</i> ὁ [[κορυφαῖος]] le chef ; <i>particul.</i> le chef d’un chœur, le coryphée;<br /><b>2</b> surmonté d’une houppe : ὁ [[κορυφαῖος]] [[πῖλος]] PLUT le bonnet à houppe (des flamines, <i>lat.</i> apex);<br /><i>Sp.</i> κορυφαιότατος.<br />'''Étymologie:''' [[κορυφή]].
}}
}}