Anonymous

καταπνίγω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταπνίγω''': ῑ, καταβυθίζων καὶ συμπιέζων [[ἀφανίζω]], γόγγρον ἐν ἅλμῃ Σωτάδ. ἐν «Ἐγκλ.» 1. 21· ὁ [[ὕπνος]] κ. τὸ θερμὸν Ἀριστ. Ἀποσπ. 224· πάντα [[ταῦτα]] βλάπτει τὰ δένδρα καταπνίγοντά τε καὶ ἐπισκιάζοντα Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 18, 3· κ. καὶ διαφθείρει τὴν αὔξησιν (τῆς ἀμπέλου), δὲν ἀφίνουσι ν᾿ αὐξηθῇ, Πλούτ. 2. 806C· [[πνεῦμα]] διὰ στραγγαλισμοῦ κ., φονεύει, Νικ. Ἀλεξιφ. 286.― Παθ., ἐμφράττομαι, ἐπὶ τῶν ἐκκρίσεων, Ἀριστ. Πρβλ. 38. 3, 3· (ἐπὶ τοῦ πυρὸς τῶν ἀνθράκων, [[σβέννυμι]] ἀποφράττων ἢ ἐμποδίζων τὸν ἀτμοσφαιρικὸν ἀέρα), ὁ αὐτ. π. Νεώτ. 5, 5· καταπνιγόμενοι ἄνθρακες π. Θανάτ. 5· καταπεπνιγμένοι τόποι, ἀποκλεισμένοι, περιωρισμένοι, [[ἐναντίον]] τοῦ εὐπνούστεροι, ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 2. 30, 2· φωναὶ καταπεπνιγμέναι, πνιγμέναι, ἀδύνατοι, ὁ αὐτ. ἐν Ἀκουστ. 3· καταπεπνῖχθαι τὸ [[φθέγμα]] [[Πολυδ]]. Δ΄, 114. 2) κ. τὰς φύσας, [[κλείω]], [[φράττω]] τοὺς φυσητῆρας, ὁ αὐτ. π. Ἀναπν. 7. 7, πρβλ. Προβλ. 33. 5, 1.
|lstext='''καταπνίγω''': ῑ, καταβυθίζων καὶ συμπιέζων [[ἀφανίζω]], γόγγρον ἐν ἅλμῃ Σωτάδ. ἐν «Ἐγκλ.» 1. 21· ὁ [[ὕπνος]] κ. τὸ θερμὸν Ἀριστ. Ἀποσπ. 224· πάντα [[ταῦτα]] βλάπτει τὰ δένδρα καταπνίγοντά τε καὶ ἐπισκιάζοντα Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 18, 3· κ. καὶ διαφθείρει τὴν αὔξησιν (τῆς ἀμπέλου), δὲν ἀφίνουσι ν᾿ αὐξηθῇ, Πλούτ. 2. 806C· [[πνεῦμα]] διὰ στραγγαλισμοῦ κ., φονεύει, Νικ. Ἀλεξιφ. 286.― Παθ., ἐμφράττομαι, ἐπὶ τῶν ἐκκρίσεων, Ἀριστ. Πρβλ. 38. 3, 3· (ἐπὶ τοῦ πυρὸς τῶν ἀνθράκων, [[σβέννυμι]] ἀποφράττων ἢ ἐμποδίζων τὸν ἀτμοσφαιρικὸν ἀέρα), ὁ αὐτ. π. Νεώτ. 5, 5· καταπνιγόμενοι ἄνθρακες π. Θανάτ. 5· καταπεπνιγμένοι τόποι, ἀποκλεισμένοι, περιωρισμένοι, [[ἐναντίον]] τοῦ εὐπνούστεροι, ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 2. 30, 2· φωναὶ καταπεπνιγμέναι, πνιγμέναι, ἀδύνατοι, ὁ αὐτ. ἐν Ἀκουστ. 3· καταπεπνῖχθαι τὸ [[φθέγμα]] [[Πολυδ]]. Δ΄, 114. 2) κ. τὰς φύσας, [[κλείω]], [[φράττω]] τοὺς φυσητῆρας, ὁ αὐτ. π. Ἀναπν. 7. 7, πρβλ. Προβλ. 33. 5, 1.
}}
{{bailly
|btext=étouffer ; arrêter, supprimer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πνίγω]].
}}
}}